Σε μια παραδοχή λάθους για τα δύο προηγούμενα ελληνικά μνημόνια προχώρησε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Σε έκθεσή του αναγνωρίζει ότι οι πολιτικές προς την κατεύθυνση της εσωτερικής υποτίμησης, που εφαρμόστηκαν και στη χώρα μας δεν έφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Ταυτόχρονα οι ιθύνοντες του Ταμείου ανέφεραν πως η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους έπρεπε να είχε γίνει ήδη από το 2010.
«H εσωτερική υποτίμηση μπορεί να εφαρμοστεί με λιγότερο αρνητικές επιπτώσεις σε χώρες που οι ανισορροπίες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (ο λόγος των εισαγωγών προς τις εξαγωγές) είναι σχετικά μικρές και οι εξαγωγές αρκετά μεγάλες σε σχέση με το ΑΕΠ. Σε αυτό το πλαίσιο, η ύπαρξη μίας ευέλικτης οικονομίας είναι επίσης χρήσιμη, ιδιαίτερα στις αγορές εργασίας. (…) Επιπρόσθετα, η εσωτερική υποτίμηση ήταν περισσότερο πετυχημένη σε χώρες με μικρό χρέος και με αρκετό δημοσιονομικό χώρο. Σε πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις, η εσωτερική υποτίμηση μπορεί να επιτευχθεί μονάχα με αργούς ρυθμούς, υπό την προϋπόθεση της ιδιοκτησίας του προγράμματος, την ικανότητα υλοποίησής του καθώς και τη πρόσβαση σε συνεχιζόμενη ροή χρηματοδότησης».
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο περιγράφει τις προϋποθέσεις που ποτέ δεν είχε η Ελλάδα, ώστε να είναι επιτυχής η βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή, μέσω της εσωτερικής υποτίμησης, προχωρώντας σε έμμεση παραδοχή λάθους στις πολιτικές που πίεσε για να εφαρμοστούν. Υπενθυμίζεται πως λίγο πριν την εφαρμογή του πρώτου μνημονίου, το χρέος ήταν στο 127,1% του ΑΕΠ (2009), ενώ δεν υπήρχε δημοσιονομικός χώρος, καθώς υπήρχαν τα γνωστά προβλήματα με το υψηλό έλλειμμα που παρουσίαζε τότε ο προϋπολογισμός.
Σε αυτό το πλαίσιο, παραδέχεται ότι ο αυτός βασικός σκοπός των προγραμμάτων που εφαρμόστηκαν στην ευρωζώνη, και ιδιαίτερα στην Ελλάδα (2010 – 2012), όπου γίνεται μία μικρή σύνοψη των πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης που προωθήθηκαν. «Για το σκοπό αυτό αποφασίστηκαν μέτρα όπως η μείωση των ονομαστικών μισθών και επιδομάτων στο Δημόσιο, η μείωση των κατώτατων αποδοχών, η μεταρρύθμιση του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων, η προώθηση των αποκρατικοποιήσεων, η μείωση της γραφειοκρατίας και η προώθηση του ανταγωνισμού» αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Το ΔΝΤ όμως προσπαθεί να εξηγήσει γιατί, ενώ γίνονται συνεχώς περικοπές στους προϋπολογισμούς, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ αυξάνεται συνεχώς, μία περίπτωση που φυσικά αφορά και τη χώρα μας. «Η δημοσιονομική εξυγίανση ήταν απαραίτητη για να μειωθεί ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ σε μεσοπρόθεσμο στάδιο. Παρότι η διαδικασία ενδυνάμωσης της δημοσιονομικής ισορροπίας μείωσε τον ρυθμό νέου δανεισμού, δεν μείωσε τα ονομαστικά επίπεδα χρέους. Επιπρόσθετα, ορισμένες χώρες που προχώρησαν σε μεγάλη δημοσιονομική εξυγίανση βίωσαν μεγάλη μείωση στην οικονομική δραστηριότητα που αντανακλά τους μεγαλύτερους από το αναμενόμενο δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές (σ.σ. εδώ έγκειται και η πρώτη παραδοχή λάθους στην οποία είχε προχωρήσει το ΔΝΤ το 2012), όπως επίσης ασθενέστερη δραστηριότητα που συνδέεται από την χαμηλότερη παγκόσμια ζήτηση, την πολιτική αβεβαιότητα και την ελλιπή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων», αναφέρει η έκθεση.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και στις χώρες που αντιμετωπίζουν πρόβλημα υψηλού χρέους. Όπως αναφέρεται, η εμπειρία του ΔΝΤ στην Ευρώπη και την Ελλάδα «αποκαλύπτει τα προβλήματα που παρουσιάζουν τα προγράμματα που υποστηρίζει το Ταμείο όταν η βιωσιμότητα του χρέους δεν είναι εξασφαλισμένη εκ των προτέρων».
Στη συνέχεια, αναγνωρίζεται εμμέσως, για ακόμη μία φορά, ότι η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους ήταν απαραίτητη από το 2010 και ότι αυτή δεν έγινε γιατί δεν είχαν προλάβει οι χώρες της ευρωζώνης να δημιουργήσουν… τείχος προστασίας:
Δεν μπορούσε να εκτιμήσει με μεγάλη βεβαιότητα πως το ελληνικό χρέος ήταν βιώσιμο, μία αξιολόγηση που συνήθως είναι απαραίτητη ώστε να υπάρξει πρόσβαση στους πόρους του ΔΝΤ. Ωστόσο ο κίνδυνος της διάχυσης της κρίσης και της έλλειψης διχτυών προστασίας (firewalls) που να προστατεύουν τα υπόλοιπα μέλη της ευρωζώνης παρείχαν μία δικαιολογία ώστε να μην απαιτηθεί αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Η πρόνοια της “συστημικής εξαίρεσης” προστέθηκε προκειμένου να παρακαμφθεί η απαίτηση που πηγάζει από το καταστατικό του Ταμείου περί βιωσιμότητας του χρέους και στη συνέχεια αυτή εφαρμόστηκε για την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και πάλι για την Ελλάδα, το 2012».
«Όταν έγινε τελικά η αναδιάρθρωση του χρέους, αυτή ήρθε πολύ αργά και ήταν πολύ λίγη. Όταν τελικά αποφασίσθηκε η αναδιάρθρωση του χρέους του ιδιωτικού τομέα (PSI) το 'κούρεμα' ήταν μεγάλο για τους πιστωτές σε σύγκριση με άλλες περιπτώσεις, αλλά την ίδια στιγμή είχαν αυξηθεί και οι πιθανότητες να αποδειχθεί ανεπαρκές για να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα του χρέους» αναφέρει η έκθεση του ΔΝΤ.
Πηγή: newpost.gr