Σε ανακοίνωση, που εξέδωσε η ΕΣΕΕ επισημαίνει τα πολλαπλά οφέλη που θα μπορούσαν να προκύψουν από την σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού και υπενθυμίζει πως από την αρχή είχε διαφωνήσει με τις επιλογές των κυβερνήσεων, από το 2010 και μετά, που υιοθέτησαν μεγάλες μειώσεις μισθών σε μία προσπάθεια τόνωσης της ανταγωνιστικότητας και διατήρησης της απασχόλησης.
Όπως σημειώνει, η πρόταση για επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ (μεικτά) δεν καλύπτει αποκλειστικά ανθρωπιστικές/κοινωνικές ανάγκες, επειδή διασφαλίζει μία αξιοπρεπή διαβίωση σε πολλούς συμπολίτες μας, αλλά μπορεί ταυτόχρονα να αναθερμάνει την αγορά και να θέσει την κατανάλωση σε τροχιά ανάκαμψης.
Σύμφωνα με την ΕΣΕΕ, ένας υψηλότερος κατώτατος μισθός θα τονώσει τη ζήτηση, καθώς η οριακή ροπή για κατανάλωση (MPC) είναι πολύ μεγαλύτερη στα χαμηλότερα εισοδήματα εν συγκρίσει με τα υψηλότερα. Η ενίσχυση της κατανάλωσης θα δημιουργήσει νέο εισόδημα για τις επιχειρήσεις και σταδιακά θα οδηγήσει σε αύξηση της απασχόλησης.
Παράλληλα, με την αύξηση του κατώτατου μισθού, η ΕΣΕΕ εκτιμά ότι θα μπορούσε να υιοθετηθεί η περαιτέρω μείωση του μη μισθολογικού κόστους (εργοδοτικών εισφορών), ώστε να αντισταθμιστεί μέρος της επιβάρυνσης των εργοδοτών.
Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, με τον κατώτατο μισθό αμείβονται 137.113 εργαζόμενοι στο σύνολο του ιδιωτικού τομέα. Με βάση τις προτάσεις της ΕΣΕΕ, η προκύπτουσα αύξηση του συνολικού ετήσιου κόστους μισθοδοσίας στον ιδιωτικό τομέα είναι της τάξεως των 361,8 εκατ. ευρώ και αποτελεί το κατάλληλο κίνητρο προκειμένου το «επίδομα ανεργίας» του ΟΑΕΔ να μετατραπεί σε «επίδομα εργασίας» από πλευράς του κράτους, μέσω κάλυψης μέρους του συνολικού κόστους μισθοδοσίας.
Η παραπάνω επιβάρυνση αναμένεται να υπερκαλυφθεί από τις πολλαπλασιαστικά ευεργετικές συνέπειες της μείωσης της ανεργίας, της τόνωσης της καταναλωτικής δαπάνης και της συνακόλουθης ενίσχυσης του τζίρου των επιχειρήσεων.
Συνοψίζοντας, η ΕΣΕΕ εκτιμά πως η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ (μεικτά) θα αναθερμάνει την οικονομία και θα τονώσει την καταναλωτική ζήτηση, παράμετρος η οποία θα μπορούσε να αναχαιτίσει τις επί σχεδόν δύο έτη οξείες αποπληθωριστικές πιέσεις.
Χαρακτηρίζει δε υπερβολικούς, στην παρούσα συγκυρία, τους φόβους ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα προκαλούσε αύξηση των εισαγωγών και επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου και γενικότερα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού εκτιμάται ότι θα προκαλούσε τόνωση της ζήτησης και του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων στην αγορά, ενώ ταυτόχρονα θα εισέρεαν επιπλέον έσοδα στα δημόσια ταμεία, από τον ΦΠΑ.
«Η ΕΣΕΕ καθ΄ όλο το προηγούμενο διάστημα είχε δηλώσει την αντίθεσή της στην κατρακύλα του κατώτατου μισθού. Είχαμε θεωρήσει ότι η διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης για κάθε εργαζόμενο πολίτη είναι συνδεδεμένη και με την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Εκ των πραγμάτων, το τεράστιο πρόβλημα της ανεργίας, το οποίο ταλανίζει την κοινωνία, απαιτεί άμεσες και ρηξικέλευθες κινήσεις που μπορούν πραγματικά να δώσουν ώθηση στην οικονομία εν γένει. Η επαναφορά του κοινωνικού διαλόγου και η αναβάθμιση του ρόλου των κοινωνικών εταίρων εργοδοτών και εργαζόμενων δεν μπορεί να είναι επιλογή αλλά βασική προϋπόθεση στα εργασιακά θέματα της ελληνικής αγοράς», δήλωσε ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Βασίλης Κορκίδης.
Στο πλαίσιο αυτό, πρόσθεσε, η ΕΣΕΕ επαναφέρει την παλιά πρότασή της από τον Ιούλιο του 2012 και επιβεβαιώνει την θετική στάση της από τον Αύγουστο του 2014 για σταδιακή επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ.
«Κατά τη γνώμη μας, η εν λόγω κίνηση θα ενισχύσει την κατανάλωση, θα αυξήσει τον τζίρο των επιχειρήσεων και θα επιταχύνει την αύξηση της απασχόλησης, η οποία είναι και το ζητούμενο σήμερα. Ταυτόχρονα, και αυτό μπορεί να λειτουργήσει αντισταθμιστικά προς την επιβάρυνση που θα δεξιωθεί ο ιδιωτικός τομέας, η αύξηση του κατώτατου μισθού καλό θα είναι να συνοδευτεί και από τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων• σκοπός μας δεν θα πρέπει να είναι η χρηματοδότηση της ανεργίας αλλά της εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, η ΕΣΕΕ είναι έτοιμη να συζητήσει τις προτάσεις της με τη νέα κυβέρνηση και ευελπιστεί ότι η τελευταία θα είναι περισσότερο δεκτική στη διαβούλευση με τους πέντε θεσμοθετημένους κοινωνικούς εταίρους», συμπλήρωσε ο κ. Κορκίδης.
πηγή: naftemporiki.gr