Στην τελική ευθεία εισέρχονται οι ελληνικές τράπεζες όσον αφορά την προετοιμασία τους για να περάσουν από τα stress tests της ΕΚΤ το φθινόπωρο. Βασική παράμετρο για τους ελληνικούς ομίλους αποτελεί το θέμα του αναβαλλόμενου φόρου, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε συνολικά κεφαλαιακά οφέλη άνω των 2,5 δισ. ευρώ.
Σημειώνεται πως τις επόμενες μέρες οι τράπεζες θα έχουν την ευκαιρία να παρουσιάσουν τις απόψεις τους για επιμέρους στοιχεία του πανευρωπαϊκού ελέγχου που διεξάγει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όταν θα παραλάβουν κάποια κομμάτια από το Asset Quality Review, και στα μέσα Σεπτεμβρίου, όταν θα πραγματοποιηθούν συναντήσεις με στελέχη της ΕΚΤ λίγο πριν από την οριστικοποίηση των αποτελεσμάτων, τα οποία θα δημοσιευτούν το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Οκτωβρίου.
Σύμφωνα με πληροφορίες, προωθείται από το υπουργείο Οικονομικών, σε συνεργασία με την Τράπεζα της Ελλάδος, ΕΛΛ-1,34% η υιοθέτηση του πορτογαλικού μοντέλου όσον αφορά τον αναβαλλόμενο φόρο και την αναγνώρισή του στα εποπτικά κεφάλαια από την ΕΚΤ, με όφελος της τάξης των 2,5 με 3 δισεκατομμύρια ευρώ για τον εγχώριο κλάδο, κάτι που προϋποθέτει νομοθετική ρύθμιση και στη συνέχεια την έγκριση της ΕΚΤ για την περίληψή του ως mitigating measure.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες αυτές, πρόκειται να κατατεθεί άμεσα από την κυβέρνηση η σχετική νομοθετική ρύθμιση μέσω της οποίας θα επιτρέπεται οι τράπεζες να μετατρέπουν τον αναβαλλόμενο φόρο σε φορολογική απαίτηση, εξασφαλίζοντας έτσι πριν από την ολοκλήρωση της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων ένα πρόσθετο κεφαλαιακό μαξιλάρι.
Σημειώνεται πως η μετατροπή του αναβαλλόμενου φόρου σε απαίτηση έχει μεγάλη σημασία, καθώς οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, λόγω των τεράστιων ζημιών από το PSI+, έχουν αναγνωρίσει λογιστικά αναβαλλόμενο φόρο αθροιστικού ύψους 11 δισ. ευρώ.
Στόχος του οικονομικού επιτελείου είναι η νομοθετική ρύθμιση να ψηφισθεί έως τις αρχές Σεπτεμβρίου, ώστε η αλλαγή της νομοθεσίας να συνυπολογισθεί στην άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, κάτι που αποτελεί και αίτημα της χώρας προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Τα σημεία της ρύθμισης που παραμένουν υπό εξέταση αφορούν τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στα δημοσιονομικά και το χρέος η παροχή εγγύησης από πλευράς Δημοσίου. Στελέχη ελεγκτικών εταιρειών σημειώνουν ότι με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα δεν προκύπτει αύξηση του χρέους ή του δημοσιονομικού ελλείμματος, παρά μόνο αν ασκηθεί η υποχρέωση παροχής εγγύησης μετά το πέρας της 30ετίας.
Πρόσθετες ανάγκες
Παρά τη γενικότερη αισιοδοξία ότι οι ελληνικές τράπεζες θα καταφέρουν το καλύτερο δυνατό ως εξεταζόμενες από την ΕΚΤ, δημοσίευμα των «New York Times» αναφέρει ότι από τα tests θα προκύψουν πρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες, 5 έως 8 δισ. ευρώ.
Συγκεκριμένα, επικαλούμενο δηλώσεις στελέχους από τον ελληνικό τραπεζικό τομέα, που επέλεξε να διατηρήσει την ανωνυμία του, σημειώνει ότι για τις τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες τα stress tests στα οποία θα υποβάλει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τα μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ευρωζώνης αναμένεται να αποκαλύψουν τις συγκεκριμένες απαιτήσεις.
Βέβαια, σημειώνεται ακόμη πως οι Ελληνες αξιωματούχοι έχουν επανειλημμένως διαβεβαιώσει ότι σε αυτή την περίπτωση οι τράπεζες μπορούν να αντλήσουν τα απαιτούμενα κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές, επικαλούμενοι ως παράδειγμα την επιτυχημένη ομολογιακή έκδοση της Τράπεζας Πειραιώς ΠΕΙΡ+4,17% την άνοιξη.
Αλλά με τα επισφαλή δάνεια να αυξάνονται ολοένα και περισσότερο και με τους επενδυτές να εμφανίζονται επιφυλακτικοί όσον αφορά τις τοποθετήσεις σε ριψοκίνδυνες ευρωπαϊκές τράπεζες, η εξασφάλιση της αναγκαίας ρευστότητας ίσως να μην αποδειχθεί αυτή τη φορά και τόσο εύκολη υπόθεση, τονίζεται στην ανάλυση των «ΝΥ Times».
Γενικότερα οι «ΝΥΤ» αναφέρουν ότι στη διάρκεια της τελευταίας διετίας αναλυτές και οικονομολόγοι έχουν επανειλημμένως προειδοποιήσει ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες, σε σύγκριση με τις τράπεζες των ΗΠΑ, αντιμετωπίζουν κεφαλαιακό έλλειμμα.
Το 2013 οι οικονομολόγοι του Ινστιτούτου Διεθνών Σπουδών της Δανίας παρουσίασαν έκθεση που υπογράμμιζε πόσο χαμηλά είναι τα κεφαλαιακά μαξιλάρια των τραπεζών της Ευρώπης, ειδικά σε Γαλλία και Γερμανία.
Κριτική για τις δύο διαδικασίες
Από το 2010 οι ευρωπαϊκές αρχές υπέβαλαν τις τράπεζες σε δύο διαδικασίες stress tests, που θεωρήθηκαν και οι δύο ως περιορισμένης αξιοπιστίας, καθώς κάποιες τράπεζες της Ευρωζώνης κατέρρευσαν λίγο μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, αναφέρεται σε δημοσίευμα της αμερικανικής εφημερίδας «ΝΥ Times».
Σε χώρες που δοκιμάσθηκαν περισσότερο από την κρίση -μεταξύ των οποίων Ελλάδα και Κύπρος- οι αρχές προσέλαβαν εταιρείες χρηματοοικονομικών υπηρεσιών για τη διεξαγωγή ανεξάρτητων stress tests.
Σε Ελλάδα και Κύπρο, οι ανεξάρτητες εκθέσεις δέχθηκαν κριτική για την ανεξαρτησία τους. Η έκθεση της BlackRock το Μάρτιο εκτιμούσε ότι οι ελληνικές τράπεζες χρειάζονται νέα ρευστότητα μόλις 6 δισ. ευρώ και επικρίθηκε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ως υπερβολικά αισιόδοξη.
Αναδημοσίευση από τη «Ναυτεμπορική»