Μια διδάκτορας πανεπιστημίου ισχυρίζεται ότι απολύθηκε λόγω της… δυνατής φωνής της αποζημιώθηκε με 119.000 ευρώ από το δικαστήριο που τη δικαίωσε. Ο λόγος για την 59χρονη Ανέτ Πλοτ που εργαζόταν επί 29 χρόνια στο πανεπιστήμιο του Έξετερ και απολύθηκε λόγω της «επιβλητικής» φωνής της.
Το πανεπιστήμιο αιτιολογεί την απόφαση για απόλυση της 60χρονης Πλοτ στο γεγονός ότι συμπεριφέρθηκε άσχημα σε δύο υποψήφιους διδάκτορες, γεγονός που η ίδια αρνείται. Μάλιστα, κινήθηκε δικαστικά υποστηρίζοντας ότι απολύθηκε λόγω της φωνής της, η οποία από την γέννησή της είναι δυνατή, εξαιτίας της καταγωγής της που είναι κεντροευρωπαϊκή και εβραϊκή.
Η Πλοτ, που εργαζόταν στο τμήμα Φυσικής για σχεδόν τρεις δεκαετίες, κατηγόρησε το ίδρυμα για προκατάληψη εναντίον της και είπε ότι λάμβανε φαρμακευτική αγωγή λόγω του άγχους που της προκαλούσε η συμπεριφορά που δεχόταν στη δουλειά της. Κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίασης τον περασμένο χρόνο, την Πλοτ περιέγραψαν σαν χαρακτήρα – «μαρμίτα», με πολλούς να τρέφουν εκτίμηση προς το πρόσωπό της αλλά με άλλους να τη θεωρούν «επιβλητική» αλλά και ότι δεν τους άρεσε το στυλ της.
Σε δηλώσεις της μετά την απόφαση που υποχρεώνει το πανεπιστήμιο να την αποζημιώσει με 119.000 ευρώ, η ίδια είπε: «Έχω μια φυσική δυνατή φωνή, οπότε δεν μπορώ να καταλάβω πότε μπορεί να μιλάω δυνατά. Η δυνατή φωνή προέρχεται από το οικογενειακό μου υπόβαθρο και είναι απόλυτα κανονικός και αποδεκτός τρόπος επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων κεντροευρωπαϊκής ή ανατολικοευρωπαϊκής, εβραϊκής καταγωγής. Στη Νέα Υόρκη και τη Γερμανία, όπου έχω ζήσει και εργαστεί για χρόνια, ποτέ δεν σχολιάστηκε η ένταση της φωνής μου».
«Μόνο στο Έξετερ βρέθηκα σε πίεση να αλλάξω αυτό το έμφυτο χαρακτηριστικό που είναι δομικής σημασίας για την ταυτότητά μου. Θεωρώ πως είναι ο συνδυασμός του φύλου και της έντασης της φωνής που κάποιοι συνάδελφοι επιμένουν να καταδικάζουν, καθώς έρχεται σε αντίθεση με τις στερεοτυπικές αντιλήψεις για το πώς πρέπει να συμπεριφέρεται μια γυναίκα», ανέφερε σύμφωνα με την Mirror.
Οι γονείς της Πλοτ γεννήθηκαν σε γερμανοεβραϊκές οικογένειες και διέφυγαν στη Βρετανία όταν ήταν παιδιά. Ήταν η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια στο τμήμα Φυσικής όταν ξεκίνησε να εργάζεται στο ίδρυμα το 1990. Η ιδιότητά της είχε ήδη ανασταλεί δυο φορές πριν απολυθεί και της επιβλήθηκε ο όρος να μην έχει επικοινωνία με συναδέλφους και φοιτητές ενώ διεξαγόταν έρευνα εις βάρος της, κάτι που την έκανε να νιώσει ντροπή και απομόνωση.
Η Πλοτ είπε πως ακόμα νιώθει άγχος για το ζήτημα, καθώς το πανεπιστήμιο δήλωσε πως θα κάνει έφεση. Η ίδια εξέφρασε την επιθυμία να επιστρέψει στην εργασία της, αλλά η ετυμηγορία του δικαστηρίου κατέληξε πως κάτι τέτοιο δεν θα ήταν λειτουργικό, καθώς «υπάρχει ριζωμένη προκατάληψη σε βάρος της στο τμήμα ανθρώπινου δυναμικού και στα ανώτερα κλιμάκια του πανεπιστημίου».
Σύμφωνα με την ετυμηγορία: «Ολη της η ζωή ήταν επικεντρωμένη στο πανεπιστήμιο στο οποίο εργάστηκε για 30 χρόνια. Ο κοινωνικός της περίγυρος ήταν πλήρως συνδεδεμένος με το πανεπιστήμιο. Οι ακαδημαϊκοί συνήθως διατηρούν την πρόσβασή τους στους λογαριασμούς email και τις εγκαταστάσεις του εκάστοτε ιδρύματος, ακόμα και όταν συνταξιοδοτηθούν. Όλα αυτά της αποσπάστηκαν λόγω της άδικης απόλυσής της. Κάθε έκφανση της ζωής και του μέλλοντός της ήταν σε κίνδυνο, χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο, και άδικα».
Η Πλοτ είπε πως έκανε την υπόθεσή της δημόσια ώστε να αποτραπούν παρόμοια περιστατικά άδικης μεταχείρισης στο μέλλον. Ένας εκπρόσωπος του πανεπιστημίου σχολίασε: «Συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι υπάρχουν σοβαρές ανακρίβειες στην ετυμηγορία, για αυτό και θα προβούμε σε έφεση».