Γράφει ο Αλέξης Τσίπρας, Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ
Βρισκόμαστε στην τελική ευθεία πριν από την κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση της 20ής Σεπτέμβρη και αυτή τη φορά η εν λόγω κρισιμότητα δεν είναι απλά ένα προεκλογικό σχήμα λόγου.
Σε αυτές τις εκλογές ο ελληνικός λαός δεν έχει απλώς να αποφασίσει ποιος θα διαχειριστεί τη νέα Συμφωνία που πετύχαμε με τους δανειστές μετά την επτάμηνη σκληρή διαπραγμάτευση που διεξήχθη μέσα σε συνθήκες οικονομικού πολέμου. Πολύ περισσότερο έχει να αποφασίσει για το παραγωγικό και οικονομικό μοντέλο που μπορεί να οδηγήσει τη χώρα στην έξοδο από την κρίση, με τους πολίτες και την κοινωνία όρθια.
Διότι μετά τη συμφωνία της 12ης Ιουλίου υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την αποκατάσταση της σταθερότητας της ελληνικής οικονομίας καθώς τα σενάρια περί Grexit αποτελούν παρελθόν, έχει εξασφαλιστεί ένα μεγάλο αναπτυξιακό κοινοτικό πακέτο και η ρευστότητα στην πραγματική οικονομία μπορεί να αποκατασταθεί από την επίλυση του μεγάλου προβλήματος των κόκκινων δανείων, το οποίο οι προηγούμενες κυβερνήσεις έκρυβαν επιμελώς κάτω από το χαλί. Επομένως τώρα είναι η στιγμή να συζητήσουμε και να επιλύσουμε προβλήματα που δεν αφορούν απλώς τις προϋποθέσεις της αναπτυξιακής πολιτικής, αλλά το ίδιο το περιεχόμενο και τις κατευθύνσεις αυτής της πολιτικής.
Σε αυτό το σημείο, όμως, συγκρούονται δύο σαφή και διαμετρικά αντίθετα πολιτικά σχέδια. Και είναι διαμετρικά αντίθετα όχι μόνο για λόγους που αφορούν τα πρόσωπα που τα εκφωνούν, αλλά κυρίως επειδή τα πολιτικά αυτά σχέδια αντανακλούν διαφορετικά κοινωνικά συμφέροντα.
Ταύτιση με τα μνημόνια
Από τη μια μεριά βρίσκεται το πολιτικό σχέδιο της Νέας Δημοκρατίας, το οποίο ταυτίζεται πλήρως με την πολιτική κατεύθυνση των Μνημονίων. Σύμφωνα με αυτό, η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας πρέπει να αποκατασταθεί μέσω πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης, της εμβάθυνσης της ύφεσης (εκκαθάριση μη ανταγωνιστικών επιχειρήσεων), της οριζόντιας περικοπής δαπανών και του ξεπουλήματος δημόσιας περιουσίας για λόγους αρχής. Πρόκειται για πολιτικό σχέδιο που υποστηρίζει και επιταχύνει την αυθόρμητη κίνηση της οικονομίας όταν αυτή βρίσκεται σε φάση κρίσης και με αυτόν τον τρόπο προκαλεί τεράστιες κοινωνικές καταστροφές, εκτοξεύει την ανεργία και δημιουργεί προϋποθέσεις για ακόμη μεγαλύτερη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Αυτή είναι δε και η πηγή της πολιτικής αστάθειας που στη συνέχεια αναζωπυρώνει την κοινωνική αβεβαιότητα και δημιουργεί νέες υφεσιακές τάσεις στην οικονομία. Είναι ο φαύλος κύκλος του νεοφιλελευθερισμού που πρέπει επιτέλους να σπάσει.
Από την άλλη μεριά βρίσκεται το πολιτικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με το οποίο η ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να στηριχτεί στη μείωση του μεριδίου των μισθών στο εθνικό προϊόν που είναι ο στόχος της εσωτερικής υποτίμησης. Και τούτο για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι ότι η μείωση μισθών δεν έχει αποδειχθεί πουθενά ότι οδηγεί σε ταυτόχρονη μείωση τιμών και η Ελλάδα είναι άλλο ένα παράδειγμα που επιβεβαιώνει αυτή τη διαπίστωση. Ο δεύτερος λόγος είναι αμιγώς πολιτικός και αφορά το γεγονός ότι, όπως προαναφέρθηκε, η εσωτερική υποτίμηση προκαλεί διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και πυροδοτεί κοινωνικές εντάσεις, οι οποίες υπονομεύουν την οικονομική σταθεροποίηση και την ανάκαμψη.
Επομένως μοναδικός δρόμος για μια κοινωνικά βιώσιμη αναπτυξιακή πολιτική είναι η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας που θα βασίζεται στη βελτίωση της ποιότητας του παραγόμενου προϊόντος και των παρεχόμενων υπηρεσιών, στην καινοτομία και την υψηλή τεχνολογία. Για να γίνει αυτό είναι αναγκαίος ένας μακροπρόθεσμος σχεδιασμός που θα συμβάλει στην αποτελεσματική, διαφανή και ορθή κατανομή των αναπτυξιακών πόρων σε τομείς και πεδία που η χώρα έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα είτε λόγω φυσικών προνομιών (γεωγραφική θέση, κλίμα, μορφολογία εδάφους κ.λπ.) είτε λόγω κοινωνικών χαρακτηριστικών (υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης του πληθυσμού, ειδικευμένη εργασία, συσσωρευμένη παραγωγική εμπειρία σε συγκεκριμένους τομείς κ.λπ.). Είναι προφανές ότι είναι μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αναλάβει αυτό το δύσκολο έργο αναπροσανατολισμού της ελληνικής οικονομίας και του παραγωγικού της μοντέλου και τούτο για πολλούς λόγους.
Καταρχήν σε ό,τι αφορά τις συνθήκες δυνατότητας οποιασδήποτε μορφής ανάκαμψης, δηλαδή την αναδιαπραγμάτευση του χρέους και την επίλυση του προβλήματος της ρευστότητας έχουμε ήδη αποδείξει ότι είμαστε η μοναδική πολιτική δύναμη που κατάφερε να θέσει αυτά τα ζητήματα επί τάπητος και να εξασφαλίσει την επίλυσή τους σε αντίθεση με τη Νέα Δημοκρατία, η οποία για να υποστηρίξει τον μύθο του success story υπονόμευσε την ελληνική οικονομία θάβοντας το πρόβλημα των κόκκινων δανείων και υποστηρίζοντας τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Όλοι μας θυμόμαστε τις αλήστου μνήμης τοποθετήσεις πρώην κυβερνητικών στελεχών την περίοδο 2012-2014 που για να υπηρετήσουν τη γραμμή της (αδύνατης τότε) εξόδου στις αγορές μιλούσαν ακόμη και για πιστοποιητικά βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους προκαλώντας τουλάχιστον θυμηδία στους διεθνείς οικονομικούς αναλυτές.
Κοινωνικά συμφέροντα
Δεύτερον διότι τα κοινωνικά συμφέροντα που ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να εκπροσωπεί, δηλαδή τα συμφέροντα των μισθωτών δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, των μικρομεσαίων επιχειρηματιών και αγροτών, των αυτοαπασχολούμενων καθώς και της υπερπροσοντούχας αλλά άνεργης νεολαίας υπηρετούνται από αυτό το πολιτικό σχέδιο. Τυγχάνει λοιπόν σε αυτό το σημείο η εκπροσώπηση και ικανοποίηση αυτών των συμφερόντων να οδηγεί και στην κοινωνικά βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Ο τρίτος λόγος αφορά όμως τον ίδιο το φορέα άσκησης της πολιτικής. Διότι είναι δεδομένο ότι η προσπάθεια αναπροσανατολισμού της ελληνικής οικονομίας σε μια κατεύθυνση διαφορετική από εκείνη που επιβάλλουν τα νεοφιλελεύθερα δόγματα και εμμονές προϋποθέτουν τη χρηστή διαχείριση και την καλοσχεδιασμένη κατανομή των δημόσιων και κοινοτικών πόρων, τη δημιουργία ενός σταθερού, δίκαιου και αποδοτικού φορολογικού συστήματος, καθώς και την ανασυγκρότηση της απαξιωμένης, αργοκίνητης και πελατειακής δημόσιας διοίκησης.
Και σε αυτό το σημείο η υπεροχή του ΣΥΡΙΖΑ έναντι της Νέας Δημοκρατίας, η οποία επί σαράντα χρόνια συμμετείχε στη σχεδιασμένη απαξίωση των διοικητικών και φορολογικών δομών αλλά και στην εκμετάλλευση των εγχώριων και κοινοτικών πόρων για να εξυπηρετεί όχι το δημόσιο συμφέρον αλλά την αναπαραγωγή της δικής της εξουσίας, είναι συντριπτική.
Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν αποτελεί τη μοναδική ορθολογική επιλογή διακυβέρνησης για τις κοινωνικές δυνάμεις εκείνες που έχουν πληγεί από την οικονομική κρίση και θέλουν να δουν μια διαφορετική πορεία που θα εγγυάται την κοινωνικά βιώσιμη ανάπτυξη, την προώθηση της συνολικής κοινωνικής ευημερίας και την εξυπηρέτηση του κοινού καλού.
Ο ΜΟΝΟΣ ΔΡΟΜΟΣ
Μοναδικός δρόμος για κοινωνικά βιώσιμη αναπτυξιακή πολιτική είναι η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας που θα βασίζεται στη βελτίωση της ποιότητας του παραγόμενου προϊόντος και των παρεχόμενων υπηρεσιών
Η ΕΠΙΛΟΓΗ
Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί τη μοναδική ορθολογική επιλογή διακυβέρνησης για τις κοινωνικές δυνάμεις εκείνες που έχουν πληγεί από την οικονομική κρίση και θέλουν να δουν μια διαφορετική πορεία που θα εγγυάται την κοινωνικά βιώσιμη ανάπτυξη, την προώθηση της συνολικής κοινωνικής ευημερίας και την εξυπηρέτηση του κοινού καλού.
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
Τα σενάρια περί Grexit αποτελούν παρελθόν, έχει εξασφαλιστεί ένα μεγάλο αναπτυξιακό κοινοτικό πακέτο και η ρευστότητα στην πραγματική οικονομία μπορεί να αποκατασταθεί από την επίλυση του μεγάλου προβλήματος των κόκκινων δανείων
ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΙ
Συγκρούονται δύο σαφή και διαμετρικά αντίθετα πολιτικά σχέδια. Είναι διαμετρικά αντίθετα όχι μόνο για λόγους που αφορούν τα πρόσωπα που τα εκφωνούν, αλλά κυρίως επειδή τα πολιτικά αυτά σχέδια αντανακλούν διαφορετικά κοινωνικά συμφέροντα.
πηγή : imerisia.gr