ΠΟΛΙΤΙΚΗ

‘Αρθρο του Νίκου Μπογιόπουλου: Υπάρχει άλλος δρόμος;

Η ιστορία είναι κατάσπαρτη αποδείξεων. Δεν χρειαζόταν ως «μαρτυρία» η επαίσχυντη κατάληξη που είχαν οι περίφημες διαπραγματεύσεις για να πειστούμε:     

    Καμία βελτίωση της ζωής του λαού, καμία ικανοποίηση των δίκαιων αιτημάτων του δεν μπορεί να επιτευχθεί σε «συνεννόηση», σε «συνεργασία» με εκείνους που προκαλούν και επιβάλλουν τα βάσανα του λαού.

    Κανένας αγώνας ακόμα και για την πιο μικρή ανακούφιση του λαού από τα βάσανα δεν μπορεί να δικαιωθεί, τίποτα από τα χειρότερα που κάθε φορά επέρχονται δεν μπορεί να αποτραπεί, χωρίς τη ρήξη και τη σύγκρουση με τους δυνάστες του λαού.

    Τίποτα από όσα έχει χάσει ο λαός, τίποτα απ’ όσα του έχουν κλαπεί δεν πρόκειται να του επιστραφεί, τίποτα δεν θα μπορέσει να περισώσει απ’ όσα του έχουν απομείνει, σε «συμφωνία» με τους ντόπιους και ξένους άρπαγες και εν αναμονή της «καλοσύνης» τους.       

    Πολύ περισσότερο: Φιλολαϊκή λύση και οριστική έξοδος από την καπιταλιστική κρίση µέσα στα όρια του καθεστώτος που γεννά τις κρίσεις και την βαρβαρότητα, μέσα στα όρια του καπιταλισµού, μέσα στα όρια των «θεσμών» του, δεν υπήρξε ούτε πρόκειται να υπάρξει ποτέ.

***

    Τα τελευταία γεγονότα στις Βρυξέλλες βοούν ότι τα Μνημόνια που θα καταργούνταν συνυπογράφονται με «αριστερό» πλέον πρόσημο.

    Αυτή είναι και η μεγαλύτερη πολιτική και ιστορική «ανορθογραφία» του ΣΥΡΙΖΑ: Αφού καβαλίκεψε στον όρο «Αριστερά» για να διεκπεραιώσει το εμπόριο ελπίδας προεκλογικά, έρχεται τώρα μετεκλογικά με τα πεπραγμένα του να ενσταλάξει στη συνείδηση πλατιών λαϊκών στρωμάτων ότι η Αριστερά είναι μια ακόμα καθεστωτική εκδοχή, ότι είναι «μια από τα ίδια».

    Και ακόμα χειρότερα: Έρχεται να εμπεδώσει στο νου και στην καρδιά των ανθρώπων του μόχθου την ηττοπάθεια ότι «δεν αλλάζει τίποτα». Μέσα από την αποστέωση του όρου «Αριστερά» από το εξεγερτικό και ρηξικέλευθο περιεχόμενό του, ο ΣΥΡΙΖΑ απειλεί να σφηνώσει στο μυαλό των ανθρώπων ότι αφού και η «Αριστερά» δεν τα κατάφερε, τότε μοιραία όσα ζούμε είναι «μονόδρομος», είναι αναπόφευκτα.

«Ψωροκώσταινα»;     

    Να λοιπόν γιατί οι τελευταίες εξελίξεις απαιτούν να τεθεί και να απαντηθεί για μια ακόμα φορά το ερώτημα: «Υπάρχει άλλος δρόμος»; Υπάρχει κάτι πέρα από τον «μονόδρομο» στον οποίο σέρνεται η Ελλάδα, άλλοτε με όρους «υποταγής» και άλλοτε με όρους «διαπραγματεύσεων»;

    Και ακόμα: Πόσο «ρεαλιστική» είναι η προοπτική µιας κοινωνίας χωρίς εκµετάλλευση, όπου πυξίδα της παραγωγής και της διανοµής του παραγόµενου πλούτου θα είναι η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών; Η Ελλάδα που «είναι µια µικρή και αδύναµη χώρα» έχει τις δυνατότητες για να ακολουθήσει έναν τέτοιο δρόµο ανάπτυξης, έξω από τον καπιταλισµό, σε ρήξη και σε σύγκρουση με ό,τι και με όσους καθυποτάσσουν και εξαθλιώνουν το λαό της;

    Απαντάμε: Σε πείσμα όλων των εκδοχών του µύθου της «Ψωροκώσταινας» η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική:

    1) Η Ελλάδα είναι µια χώρα που διαθέτει ικανοποιητικό επίπεδο συγκέντρωσης των µέσων παραγωγής και του εµπορικού της δικτύου.

    2) Παρουσιάζει σηµαντικό επίπεδο ανάπτυξης της σύγχρονης τεχνολογίας.

    3) ∆ιαθέτει πολυάριθµο εργατικό δυναµικό, µε εµπειρία, µε βελτιωµένο µορφωτικό επίπεδο και εξειδίκευση.

    4) ∆ιαθέτει πολυάριθµο και αξιόλογο επιστηµονικό δυναµικό.

    5) ∆ιαθέτει φυσικές πλουτοπαραγωγικές και ενεργειακές πηγές, σηµαντικά αποθέµατα ορυκτού πλούτου που συνιστούν συγκριτικό πλεονέκτηµα για την παραγωγή βιοµηχανικών και καταναλωτικών προϊόντων.

    6) Διαθέτει το µεγάλο πλεονέκτηµα να µπορεί να εξασφαλίζει επάρκεια στα είδη διατροφής για τις λαϊκές απαιτήσεις, αλλά και το εξωτερικό εµπόριο.

    7) ∆ιαθέτει ικανότητες για παραγωγή σύγχρονων προϊόντων, µηχανών, εργαλείων και συσκευών.

    Εποµένως από άποψη αντικειµενικών συνθηκών η πατρίδα µας δεν έχει καµία «τεχνική δυσκολία» να διαβεί το κατώφλι ενός άλλου τύπου σχεδιασµό της οικονομίας της, τον κεντρικό πανεθνικό σχεδιασµό στα βασικά και συγκεντρωµένα µέσα παραγωγής σε στρατηγικούς τοµείς όπως η ενέργεια, οι τηλεπικοινωνίες, ο ορυκτός πλούτος, τα ορυχεία, οι βιοµηχανίες, η ύδρευση, οι µεταφορές, το κρατικοποιηµένο τραπεζικό σύστηµα, το σύστηµα συγκέντρωσης, διοχέτευσης και διαχείρισης υλικών πόρων, το εξωτερικό εµπόριο, το συγκεντρωµένο δίκτυο του εσωτερικού εµπορίου.

Πανεθνικός κεντρικός σχεδιασµός

    «Πανεθνικός κεντρικός σχεδιασµός»: Σίγουρα πρόκειται για μια έννοια που βγάζει εκτός εαυτού και τον πιο μειλίχιο πολιτικό εκπρόσωπο του συστήματος. Αλλά οι πολυεθνικές, τα µονοπώλια και οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι, αυτοί πρώτοι απ’ όλους γνωρίζουν την αξία του σχεδιασμού. Πολύ απλά διότι µε οργάνωση και σχέδιο λεηλατούν τη χώρα και το λαό. Να λοιπόν γιατί γαυριούν όταν γίνεται λόγος για µια οργάνωση και ένα σχέδιο που θα βγάζει την Ελλάδα από τα νύχια τους!

    Εκτός όµως από τα συµφέροντα των καπιταλιστών υπάρχουν και τα συµφέροντα των εργαζοµένων. Και αυτοί έχουν κάθε λόγο να δουν την αλήθεια που επιδιώκουν να στραγγαλίσουν µε τα αναθέµατά τους οι κεφαλαιοκράτες και οι κάθε απόχρωσης πολιτικοί τους εκπρόσωποι. Ότι δηλαδή η κεντρικά σχεδιασµένη ανάπτυξη της οικονομίας δεν είναι µια επινόηση, µια φαντασίωση, µια ιδέα που «σφηνώθηκε» ετσιθελικά στο µυαλό των κοµµουνιστών.

    Είναι µια αντικειµενική ανάγκη που καταρχήν πηγάζει από τις απαιτήσεις να εξελιχθούν τα ίδια τα µέσα παραγωγής και να αξιοποιηθούν στο έπακρο όλες οι δυνάµεις και οι δυνατότητες που έχει διαµορφώσει η σηµερινή κοινωνία µε την εργασία και µε την επιστήµη.

    Ο κεντρικός σχεδιασµός προσφέρει τη δυνατότητα για την ικανοποίηση των σύγχρονων και διευρυµένων αναγκών των εργαζομένων, σπάει τα δεσµά της άναρχης και ανισόµετρης ανάπτυξης του καπιταλισµού, παρέχει τις υλικές δυνατότητες για την ολόπλευρη και ελεύθερη ανάδειξη της κάθε ξεχωριστής ατομικότητας ως προϋπόθεση και επιστέγασμα της απελευθέρωσης όλης της κοινωνίας από δεσμά του καταναγκασμού.  

    Η κεντρικά σχεδιασµένη ανάπτυξη της κοινωνίας είναι αυτή που επιτρέπει την αξιοποίηση και κατανοµή όλου του ανθρώπινου δυναµικού και τον εκµηδενισµό της ανεργίας. ∆εν έχει καµία σχέση µε το σχεδιασµό στο πλαίσιο του µονοπωλιακού καπιταλισµού, όπου ο κάθε κεφαλαιοκράτης, το κάθε µονοπώλιο εκείνο για το οποίο ενδιαφέρονται είναι ο ατοµικός τους προγραµµατισµός µε κριτήριο το κέρδος σε συνθήκες γενικότερης καπιταλιστικής αναρχίας.

    O κεντρικός σχεδιασµός της οικονοµίας δεν µπορεί παρά να στηρίζεται στις αναπτυξιακές δυνατότητες της Ελλάδας και γι’ αυτό όχι µόνο θέλει αλλά και καταφέρνει να αξιοποιεί όλες αυτές τις αναπτυξιακές δυνατότητες που αφορούν τις ανθρώπινες ανάγκες. Χωρίς αποκλεισµούς, χωρίς ανισοµέρειες και µακριά από κάθε περιορισµό που προκύπτει από τη διαπλοκή της ελληνικής οικονοµίας µε την ιµπεριαλιστική ΕΕ και τους διάφορους µηχανισµούς τύπου «τρόικας».

    Ο κεντρικός σχεδιασµός δίνει τη δυνατότητα εξειδίκευσης κατά κλάδο, διακλάδωσης κατά γεωγραφική περιφέρεια, σύνδεσης των παραγωγικών συνεταιρισµών µε προγράμματα παραγωγής και κατανοµής, µε πλάνα κατανάλωσης πρώτων υλών, ενέργειας, νέων µηχανηµάτων και υπηρεσιών. Επιτρέπει την οργάνωση από κρατικούς οργανισµούς, από ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύµατα και ινστιτούτα της επιστηµονικής έρευνας της κοινωνικής παραγωγής και των κοινωνικών υπηρεσιών µε γνώµονα την ανάπτυξη της κοινωνικής ευηµερίας που σημαίνει υπηρεσίες δηµόσιες και δωρεάν Υγείας, Παιδείας, Πρόνοιας, Ασφάλισης, αναψυχής, προστασίας των παιδιών και των υπερηλίκων, πολύ φτηνές ή και απολύτως δωρεάν υπηρεσίες µεταφορών, τηλεπικοινωνιών, ενέργειας, ύδρευσης για λαϊκή κατανάλωση κλπ.

    Ο κεντρικός σχεδιασµός είναι το εκ των ων ουκ άνευ εργαλείο που επιτρέπει τη διαµόρφωση στρατηγικών στόχων και επιλογών, την ιεράρχηση σε κλάδους και τοµείς, τον καθορισµό για το πού θα συγκεντρωθούν περισσότερες δυνάµεις και µέσα, µε επιστηµονικά σχεδιασµένο καταµερισµό και πρώτα απ’ όλα: Με εργατικό έλεγχο στη διεύθυνση της κάθε παραγωγικής µονάδας και υπηρεσίας, σε κάθε όργανο διοίκησης.

    Αποτελεί χονδροειδή διαστρέβλωση ο ισχυρισµός – στον οποίο µεταξύ άλλων πρωτοστατούν εκείνοι που επωφελήθηκαν πολιτικά και οικονοµικά από τις παρεκκλίσεις και την υποβάθµιση της λειτουργίας του κεντρικού σχεδιασµού στη Σοβιετική Ένωση – ότι ο κεντρικός σχεδιασµός σηµαίνει «κεντρικό βολονταρισµό», «υποταγή στην πυγµή της ιεραρχίας και της γραφειοκρατίας», ότι «όλα αποφασίζονται άνωθεν και κεντρικά» κ.λπ. Όχι.

    Κεντρικός σχεδιασµός σηµαίνει διαµόρφωση στρατηγικών στόχων και επιλογών, σημαίνει καταµερισµό και εξειδίκευση που δεν είναι υπόθεση κάποιας διευθυντικής κομματικής ή επιστημονικής ομάδας. Αντίθετα είναι μια υπόθεση που βασική της προϋπόθεση είναι το σπάσιμο της γραφειοκρατίας με την είσοδο στο προσκήνιο της παραγωγικής διαδικασίας από θέση ευθύνης, συναπόφασης και ελέγχου όλης της κοινωνίας, όλων των εργαζόμενων που μέσα από τους φορείς τους έχουν λόγο για το τι θα παραχθεί και πώς αυτό θα µοιραστεί και θα αξιοποιηθεί από ολόκληρη την κοινωνία. Πρόκειται για τον ορισμό της δηµοκρατίας.

Το ζήτημα της ιδιοκτησίας

    Ο κεντρικός πανεθνικός σχεδιασµός της οικονοµίας δεν είναι απλώς ένα «εργαλείο», µια «παραλλαγή» διοικητικού τύπου. Είναι εκείνη η δοµή λειτουργίας της οικονοµίας που αντιστοιχεί σε µια ανώτερη κοινωνική σχέση.

    Αλλά προσοχή: Για να υπάρξει και για να δουλέψει αυτή η δομή, το «µαγικό κλειδί» είναι ένα και µόνο: Η επίλυση του προβλήµατος της ιδιοκτησίας. Η αλλαγή των ξεπερασµένων ιστορικά κοινωνικών σχέσεων ιδιοκτησίας που καθορίζουν το παρόν οικονοµικό και το πολιτικό σύστηµα.

    Με µια κουβέντα: Προϋπόθεση είναι η κατάργηση της κεφαλαιοκρατικής ιδιοκτησίας και η µετατροπή της σε κοινωνική ιδιοκτησία. Το πέρασμα δηλαδή κάθε πλουτοπαραγωγικής πηγής στα χέρια της κοινωνίας και όχι στην κατοχή και νομή της από τον κάθε κεφαλαιοκράτη, μονοπώλιο, πολυεθνική.

    Μόνο έτσι η Ελλάδα µπορεί να περάσει στην απέναντι πλευρά από την όχθη της σηµερινής άναρχης καπιταλιστικής «ανάπτυξης» για τους λίγους και της κρίσης που ισοπεδώνει τους πολλούς.

    Για να υπάρξει η Ελλάδα των πολλών απαιτείται:

α) Η πανεθνική, η πλήρης και η καθολική κοινωνικοποίηση των βασικών µέσων παραγωγής, η µετατροπή σε λαϊκή περιουσία των συγκεντρωµένων µέσων παραγωγής στους κλάδους της µεταποίησης και γενικότερα της βιοµηχανίας και του εµπορίου.

β) Η δηµιουργία ενιαίων, αποκλειστικά δημόσιων φορέων στους κλάδους στρατηγικής σηµασίας, όπως της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών, των κατασκευών, των µεταφορών, της εξόρυξης.

γ) Η κοινωνικοποίηση της γης και των µεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων στον αγροτικό τοµέα.

δ) Η αξιοποίηση του συσσωρευμένου κεφαλαίου με εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, που θα χρηματοδοτήσει την φιλολαική ανάπτυξη, με πλήρη εγγύηση και των τελευταίων σεντς του κάθε αποταμιευτή, με απαγόρευση των νόμων φυγάδευσης του κεφαλαίου και με άρνηση της αέναης απομύζησης του εθνικού πλούτου με την μορφή πληρωμής ενός κατ’ όνομα «εθνικού χρέους» που ο λαός δεν το χρωστάει και το έχει πληρώσει 20 φορές.

ε) Η αξιοποίηση των ώριµων συνθηκών για τη συγκρότηση του τοµέα του παραγωγικού συνεταιρισµού, ώστε να βγουν από τον κλοιό των µονοπωλίων η µικροµεσαία αγροτιά και οι µικροί επαγγελµατίες σε κλάδους που η συγκέντρωση είναι µικρή.

ζ) Η αξιοποίηση κάθε δυνατής οικονοµικής διεθνούς συνεργασία στη βάση του αµοιβαίου οφέλους.

η) Η προστασία της εγχώριας παραγωγής και των συμφερόντων των εργαζοµένων από τις όποιες συνέπειες προκύπτουν από τις ανάγκες του εξωτερικού εµπορίου.

    Σε μια τέτοια Ελλάδα οι παραγωγικές δυνάµεις τίθενται στην υπηρεσία του λαού και στην ικανοποίηση των αναγκών του. Απελευθερώνονται οι παραγωγικές σχέσεις από το δυναστικό ζυγό της καπιταλιστικής εκµετάλλευσης. Μετατρέπεται ο παραγόµενος πλούτος σε λαϊκή περιουσία. Χάνει η χρηματιστική ολιγαρχία το έδαφος πάνω στο οποίο σμιλεύει τα δεσμά της χρηματοπιστωτικής της κυριαρχίας. Οικοδομείται μια οικονομική λειτουργία που εξασφαλίζει δουλειά, εισόδηµα, υψηλού επιπέδου υπηρεσίες και προϊόντα, ένα αποκλειστικά δηµόσιο, ενιαίο και δωρεάν σύστηµα Εκπαίδευσης, Υγείας, Πρόνοιας και Ασφάλισης, ικανοποίηση των αναγκών σε τοµείς όπως η λαϊκή στέγη, η έρευνα κλπ.

Πολιτική εξουσία

    Γι’ αυτή την Ελλάδα, µια Ελλάδα της λαϊκής και όχι της κεφαλαιοκρατικής οικονοµίας, µια Ελλάδα του λαού της και όχι των εκµεταλλευτών και των «θεσμών» τους, συνθήκη ικανή και αναγκαία, ζωτικής σηµασίας και υπ’ αριθµόν ένα ζήτηµα αναδεικνύεται εποµένως το πέρασµα της πολιτικής εξουσίας στα χέρια του λαού της με µια κυβέρνηση-όργανο της λαϊκής θέλησης και υπηρέτησης των λαϊκών συμφερόντων.

    Μια κυβέρνηση που θα είναι υποχρεωµένη να εξασφαλίζει τη συµµετοχή του λαού στο νέο και πρωτόγνωρο έργο, να στηρίζει το λαϊκό κίνηµα, να στηρίζεται και να ελέγχεται από αυτό µέσα από νέους θεσµούς εργατικού και κοινωνικού ελέγχου.

    Μια κυβέρνηση που στις αγεφύρωτες διαφορές μεταξύ τραπεζιτών – άνεργων, βιομήχανων – προλετάριων, εργολάβων – απασχολήσιμων δεν θα παριστάνει ότι το κράτος είναι «ουδέτερο», δεν θα βαφτίζει σαν εντιμότητα την υποταγή σε επαίσχυντους «συμβιβασμούς», δεν θα  έχει δίλημμα με ποιους θα πάει. 

    Μια τέτοια κυβέρνηση, που στο εσωτερικό θα αποτελεί την αιχμή του δόρατος των λαϊκών δικαίων και που στο εξωτερικό θα προωθεί εµπορικές σχέσεις και διακρατικές συµφωνίες για αξιοποίηση της τεχνογνωσίας µε βάση το αµοιβαίο συµφέρον, είναι σίγουρο ότι από τα πρώτα της βήµατα θα έχει να αντιµετωπίσει την εσωτερική και διεθνή αντίδραση. Την αντίδραση της ΕΕ, του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ, του ΔΝΤ και κάθε παρόμοιου οργανισμού που δεν αφήνουν περιθώρια ελιγµών στα κράτη-µέλη και «συµµάχους» τους.

    Το γεγονός αυτό, για μια κυβέρνηση που δεν τα «διπλώνει», συνεπάγεται το εξής «απλό»: Οτι η αποδέσµευση από τους ιµπεριαλιστικούς οργανισµούς και τα δεσµά τους είναι αναγκαία και αναπόφευκτη, εφόσον έχει στόχο την αυτοδύναµη φιλολαϊκή ανάπτυξη και τη συνεργασία µε όλα τα κράτη, µε κριτήριο τι ωφελεί το λαό.

    Είναι προφανές: Η οικονοµία που περιγράψαμε είναι ασύµβατη µε τη συµµετοχή της χώρας στις ιµπεριαλιστικές ενώσεις, όπως είναι η EE και το ΝΑΤΟ. Και είναι ασύμβατη επειδή ακριβώς είναι συµβατή µε την επιδίωξη οι σχέσεις ανάµεσα στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες να αναπτυχθούν όχι στη βάση της εξάρτησης και της υποταγής αλλά στη βάση του αµοιβαίου οφέλους.

    Από την άποψη αυτή, εποµένως, μια τέτοια πολιτική, έχοντας ως υπερόπλο της ένα ρωμαλέο και αρραγές εσωτερικό λαϊκό μέτωπο και επειδή ακριβώς αξιοποιεί κάθε ρωγµή αντίθεσης και ανταγωνισµού ανάµεσα στις ιµπεριαλιστικές δυνάµεις, αναδεικνύεται, ταυτόχρονα, και ως η µόνη πολιτική που κινείται µε γνώµονα τη διαφύλαξη και ενίσχυση της εδαφικής ακεραιότητας και των κυριαρχικών δικαιωµάτων της Ελλάδας.

«Οι τύραννοι φαίνονται µεγάλοι

µόνον όσο εµείς είµαστε γονατιστοί»

    Παράλληλα µε τους κεφαλαιοκράτες και τους πολιτικούς εκπροσώπους τους, που το ταξικό τους συµφέρον υπαγορεύει να εναντιώνονται και να πολεµούν µια τέτοια προοπτική για την Ελλάδα, υπάρχουν και οι άλλοι. Αυτοί που απορρίπτουν την ιδέα µιας άλλης Ελλάδας παριστάνοντας ότι την ασπάζονται.

    Αυτού του τύπου η καθεστωτική «αριστεροσύνη» µας προτείνει να δούµε τον καπιταλισµό και τους «θεσμούς» του ως ένα σύστηµα «ολίγον έγκυος», να απαλλαγούμε – δήθεν – από τα «επαχθή» του βάρη και να µάθουµε να ζούµε µε τα υπόλοιπα βάρη που µας χρεώνει, τα οποία προφανώς είναι «νόµιµα» και «έντιμα». Οι αριστεροί, όµως, εφόσον είναι αριστεροί και όχι «αριστεροί»  θεωρούν «παράνοµο», επαχθή και απεχθή όλο τον καπιταλισµό διότι, πολύ απλά δεν συμβιβάζονται με τίποτα το «παράνομο», με τίποτα το επαχθές και με τίποτα το απεχθές που αυτός παράγει.   

    Φυσικά δεν µας διαφεύγει ο αντίλογος των χορτάτων της αντίπερα όχθης. Με την λεπτή κοσμοπολίτικη ειρωνεία τους μας ορμηνεύουν «φιλικά» ότι η προοπτική µιας Ελλάδας και ενός κόσµου χωρίς εκµεταλλευτές και καταπιεζόµενους, χωρίς πλούσιους που οικοδομούν την ευδαιμονία τους πάνω στην καμπούρα των φτωχών, χωρίς κεφαλαιοκράτες «αφέντες» και µισθωτούς ή άνεργους «δούλους», στην καλύτερη περίπτωση, συνιστά δονκιχοτισµό και ουτοπία.

    Εξίσου «φιλικά» απαντάµε με τα λόγια του Οσκαρ Ουάιλντ: «Ένας χάρτης του κόσµου που δεν περιέχει την Ουτοπία δεν αξίζει να τον κοιτάξεις καν, γιατί αφήνει έξω τη µόνη χώρα όπου η Ανθρωπότητα πάντα θα προσγειώνεται. Κι όταν προσγειωθεί, κοιτάζει πέρα και, βλέποντας µια καλύτερη χώρα, ξεκινάει για εκεί. Πρόοδος είναι η υλοποίηση της µιας µετά την άλλη Ουτοπίας».

    Σίγουρα αυτή η «ουτοπική» πορεία αναδηµιουργίας και αναγέννησης της Ελλάδας δεν είναι εύκολη. Είναι όµως µια πορεία απείρως ευκολότερη και – από την άποψη των αποτελεσµάτων – είναι πρόδηλα ρεαλιστικότερη, σε αντίθεση µε τον αδιέξοδο δρόµο των ανυπολόγιστων, των µάταιων και αβάσταχτων θυσιών στις οποίες υποβάλλεται ο λαός και ο τόπος για να βγαίνουν κερδισµένοι οι πλουτοκράτες και το πολιτικό τους σύστηµα.

    Αυτός είναι ο «άλλος δρόμος». Για την ακρίβεια έτσι θα πρέπει να χαραχτεί και να ιχνηλατηθεί αυτός ο «άλλος δρόμος» μιας και θα ήταν πολιτικά υπερφίαλο να καμωθεί κανείς ότι μπορεί να τον περιγράψει από σήμερα με όρους… GPS.

    Εκείνο, όμως, που από σήμερα μπορεί να πει κανείς είναι ότι για να γεννηθεί η Ελλάδα που μας αξίζει, χρειάζονται τρία πράγματα – γνωστά από την πλούσια εμπειρία και του ελληνικού και του διεθνούς εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος:

    α) Καθημερινός, ανυποχώρητος αγώνας και διεκδίκηση για κάθε τι μικρό ή μεγάλο συμβάλλει στην ανακούφιση και καλυτέρευση της ζωής του λαού, χωρίς να παραπέμπονται τα αιτήματα του σήμερα στο αύριο αλλά και χωρίς να θάβεται το αύριο στο όνομα του τώρα,

    β) στράτευση με εκείνη την Αριστερά που όταν λέει «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» το εννοεί, και

    γ) πλήρης επίγνωση από το λαό μας της μεγάλης αλήθειας που είχε περιγράψει ο Ετιέν ντε Λα Μποεσί, ο συγγραφέας της «Πραγματείας περί Εθελοδουλείας»: Ότι «οι τύραννοι φαίνονται µεγάλοι µόνον όσο εµείς είµαστε γονατιστοί».

Πηγή:enikos.gr