Στην εισηγητική έκθεση του κρατικού προϋπολογισμού του 2021 η κυβέρνηση κάνει τις εξής παραδοχές για το 2020:
Η ύφεση, μετά από τρεις αναθεωρήσεις προηγούμενων εκτιμήσεων, θα είναι -10,5%.
Η ιδιωτική κατανάλωση θα μειωθεί κατά 7,6% και ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου θα κινηθεί στο επίπεδο του -14,3%.
Το συνολικό έλλειμμα του προϋπολογισμού θα ανέλθει στα -16,1 δις ευρώ, ενώ το πρωτογενές πλεόνασμα το 2019 ήταν 7,5 δις ευρώ.
Το δημόσιο χρέος, επιβαρυμένο και από τον τρέχοντα δανεισμό με την έκδοση ομολόγων, θα διαμορφωθεί στο 209% περίπου του Α.Ε.Π.
Στις αρνητικές αυτές επιδόσεις φτάσαμε, μετά την απόφαση των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων να ενεργοποιηθεί η ρήτρα διαφυγής από τους αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες που είχε επιβάλλει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Στόχος ήταν και παραμένει, μέσα σε ένα πλαίσιο σχετικής δημοσιονομικής χαλαρότητας και μεγαλύτερης ευελιξίας των εθνικών κυβερνήσεων ,να ικανοποιηθούν οι αυξημένες υγειονομικές ανάγκες των κρατών-μελών της Ένωσης και να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της πανδημίας.
Η Ελληνική Κυβέρνηση δεν διακρίθηκε για το συντεταγμένο σχέδιό της στην αντιμετώπιση της κρίσης. Αλλά, η έμφαση πρέπει τώρα να δοθεί στις δυσκολίες που έρχονται. Η ρήτρα διαφυγής θα ισχύσει και το 2021. Το ερώτημα είναι εάν, με την έναρξη του 2022, θα επανέλθουμε στους δημοσιονομικούς κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας, όπως φαίνεται να υποστηρίζουν ορισμένες χώρες.
Σε μια τέτοια περίπτωση, η Ελλάδα θα συναντήσει εξαιρετικές δυσχέρειες στη βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών της, ακόμη και αν υπάρξει οριακή καλυτέρευσή τους εντός του 2021. Ο κίνδυνος να εφαρμοστούν πολιτικές ανάλογες των πολιτικών διάσωσης που υιοθετήθηκαν την προηγούμενη δεκαετία, είναι υπαρκτός.
Το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (EFB), στην ετήσια έκθεσή του, προτείνει την επανεξέταση του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης στην ευρωζώνη. Επισημαίνει ότι, αν δεν αλλάξουν οι οικονομικοί κανόνες, η προσπάθεια των υπερχρεωμένων χωρών θα είναι αμφίβολης αποτελεσματικότητας, με δεδομένο ότι το χρέος για το σύνολο της ευρωζώνης εκτιμάται ήδη ότι θα υπερβεί το 100% του Α.Ε.Π. το 2020.
Το EFB συστήνει, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία ενός μόνιμου Δημοσιονομικού Ταμείου, ως συνέχεια του Ταμείου Ανάκαμψης, όπως επίσης, την παροχή ισχυρών κινήτρων στις χώρες μέλη να υλοποιήσουν γενναία προγράμματα δημοσίων επενδύσεων.
Είναι προφανές ότι οι ιδέες του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμβουλίου κατατείνουν, αφενός, στην εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης και, αφετέρου, στη διεύρυνση του παρεμβατικού ρόλου των εθνικών κυβερνήσεων.
Η Ελλάδα πρέπει να πρωταγωνιστήσει σε αυτή τη συζήτηση, που πιθανόν θα διεξαχθεί πριν από τη λήξη του 2021. Για να συμβεί αυτό, πρέπει να προετοιμάσουμε θέσεις και συμμαχίες. Μέχρι στιγμής, στον εγχώριο δημόσιο διάλογο αγνοούνται, περιέργως, τα σοβαρά θέματα που αφορούν στο μέλλον της χώρας, ενώ κυριαρχούν μικροπολιτικά θέματα προσωπικού χαρακτήρα, στα οποία αναλίσκονται οι δύο μεγαλύτερες πολιτικές δυνάμεις.
Η ευθύνη της Κεντροαριστεράς είναι να καταδείξει το εθνικά αναγκαίο και να το καταστήσει προτεραιότητα της δημόσιας συζήτησης, να υποδείξει συγκεκριμένες ιδέες και να αναδείξει την ανάγκη για τη δημιουργία ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού κράτους, ενός ισχυρού κράτους πρόνοιας. Η χρήση μέσων, όπως η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων και η διαφαινόμενη τάση ενίσχυσης του ρόλου των κρατών και των εθνικών κυβερνήσεων, με στόχο την ανάκαμψη των ευρωπαϊκών οικονομιών, προϋποθέτουν ένα διαφορετικό υπόδειγμα κράτους και έναν διαφορετικό οικονομικό σχεδιασμό.
Δύο παγκόσμιες κρίσεις, η χρηματοπιστωτική του 2007-2008 και η επιδημιολογική τώρα, αποκάλυψαν τα όρια των νεοφιλελεύθερων ιδεών για την αποτελεσματικότητα των αυτορρυθμιζόμενων αγορών και επαναφέρουν στο προσκήνιο τις πολιτικές σοσιαλδημοκρατικής έμπνευσης.
Χάρης Καστανίδης
Βουλευτής ΚΙΝΑΛ