Ως «ιδιαίτερα κρίσιμη» περιγράφει την τρέχουσα συγκυρία στην Ελλάδα ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Κωστής Χατζηδάκης εξηγώντας ότι η κυβέρνηση πρέπει «να απαντήσει πειστικά σε μια αβάσιμη σε μεγάλο μέρος κριτική που αναπτύσσεται από δυνάμεις της αντιπολίτευσης. Αλλά ταυτόχρονα πρέπει να προχωρήσει μπροστά ακούγοντας κάθε καλόπιστη παρατήρηση, με σεμνότητα και αποτελεσματικότητα».
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Κωστής Χατζηδάκης ξεκινά από το καθήκον του, όπως αναφέρει, να δώσει τον καλύτερο εαυτό του και να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του τόσο «απέναντι στην παράταξη όσο και απέναντι στην πατρίδα» στην εφ’ όλης της ύλης συνέντευξή του στην εφημερίδα «Παραπολιτικά».
Χατζηδάκης: Καινούργια αρχή για την κυβέρνηση μετά τον ανασχηματισμό
Μετά τον ανασχηματισμό «η κυβέρνηση έκανε μία καινούργια αρχή. Ο δικός μου ρόλος είναι συντονιστικός και η προσπάθειά μου είναι για κάθε Υπουργείο που ανήκει στον δικό μου κύκλο ευθύνης να προωθηθούν δυο-τρεις βασικές πρωτοβουλίες που θα έχουν σημαντική αντανάκλαση όχι μόνο στην οικονομία, αλλά και σε κάθε Έλληνα πολίτη», προαναγγέλλει. Ενώ, ξεδιπλώνοντας το πλάνο του, ο Κ. Χατζηδάκης υπογραμμίζει ότι είναι «οπαδός του συγκεκριμένου και από τη θέση αυτή θα επιχειρήσω να προωθηθούν γρηγορότερα μια σειρά από κυβερνητικές πρωτοβουλίες όπως για τις επενδύσεις και τις εξαγωγές, αλλά και να αντιμετωπιστούν σε συνεργασία φυσικά με τα αρμόδια Υπουργεία μερικές πληγές αυτού που αποκαλούμε βαθύ κράτος, όπως π.χ. ο ΟΣΕ. Η ΔΕΗ, ο ΕΦΚΑ, ο ψηφιακός εκσυγχρονισμός του Δημοσίου δείχνουν τον δρόμο. Και αυτό που ζητούν από εμάς οι πολίτες περισσότερο παρά ποτέ είναι έργο και μεταρρυθμίσεις για την Ελλάδα!». Η Νέα Δημοκρατία, συνεχίζει, έχει «μία ατζέντα που είναι πλούσια σε πρωτοβουλίες. Πρωτοβουλίες που ανεβάζουν την Ελλάδα πιο ψηλά και θα κάνουν κάθε πολίτη να αισθάνεται πως έχει μία κυβέρνηση, που μπορεί να ενισχύσει ακόμα πιο πολύ τη διεθνή θέση της χώρας, να αυξήσει το αίσθημα ασφάλειας και να διασφαλίσει μια πιο θετική προοπτική για τα νέα παιδιά!», επισημαίνει.
Χατζηδάκης για το πώς η οικονομική πρόοδος θα έχει αντίκρισμα στο πορτοφόλι κάθε πολίτη
Στο ερώτημα πώς η οικονομική πρόοδος θα έχει αντίκρισμα στο πορτοφόλι κάθε πολίτη, ο αντιπρόεδρος αρχικώς επικαλείται δύο δεδομένα: «Πρώτον, τη μεγάλη πίεση που έχει ασκήσει στα εισοδήματα το διεθνές φαινόμενο του πληθωρισμού. Και δεύτερον, τη χαμηλή βάση από την οποία ξεκίνησε η οικονομία το 2019». Και προσθέτει: «Παρά τις δυσκολίες αυτές, η ελληνική οικονομία από τότε συνεχώς ανεβαίνει: Η ανεργία έπεσε από το 18% στο 8,7%. Έχουμε μειώσει 72 φόρους. Ξεκίνησαν η αύξηση των συντάξεων το 2023 και των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων το 2024 και συνεχίζονται. Ο μέσος μισθός έχει φτάσει μεσοσταθμικά τα 1.445 ευρώ για τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης. Ο κατώτατος μισθός, όπως ανακοινώθηκε, θα πάει από 1ης Απριλίου στα 880 ευρώ από 650 ευρώ το 2019 -μία σωρευτική αύξηση που σε ετήσια βάση φτάνει τους πέντε επιπλέον καθαρούς κατώτατους μισθούς». Επιπροσθέτως, «φέτος, με βάση τη νέα νομοθεσία, για πρώτη φορά οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων (οι οποίοι έχουν μεσοσταθμικά λάβει 1,3 επιπλέον μισθούς από το 2022) ανεβαίνουν μαζί με τον κατώτατο μισθό».
Πάντως, «σε καμιά περίπτωση δεν ισχυρίζομαι ότι οι δημόσιοι και οι ιδιωτικοί υπάλληλοι έχουν πλουτίσει. Ούτε είμαστε ακόμα εκεί που όλοι θα θέλαμε, αλλά οι πολίτες παίρνουν μερίδιο από την οικονομική πρόοδο. Και το σημαντικότερο είναι ότι το μερίδιο αυτό ολοένα θα αυξάνεται: Πρώτον, διότι το πρόβλημα του πληθωρισμού βρίσκεται γενικά σε αποδρομή, με εξαίρεση φυσικά το ζήτημα των ενοικίων. Και δεύτερον διότι χάρη στο οικονομικό μοντέλο που συνδυάζει τη δημοσιονομική σοβαρότητα με τις φιλο-επενδυτικές πολιτικές -και εφόσον δεν υπάρξει κάποια διεθνής κρίση- η ελληνική οικονομία αναμένεται να συνεχίσει να υπεραποδίδει», εκτιμά ο Κ. Χατζηδάκης και προσθέτει ότι αυτή είναι η βάση των προαναφερθέντων θετικών μέτρων. «Η άνοδος της οικονομίας όμως είναι και η βάση των θετικών μέτρων που ακολουθούν (επέκταση του εξωδικαστικού μηχανισμού, νέες αυξήσεις για τα στελέχη Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας, νέες μειώσεις άμεσων φόρων από τον Σεπτέμβριο στη ΔΕΘ) αλλά και συνολικότερα της περαιτέρω ανόδου του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων που αναμένουμε τα επόμενα χρόνια!», καταλήγει.