«Η επίλυση των διαφορών μεταξύ χωρών μπορεί να επιτευχθεί με μία μόνη βάση, αυτή του σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου και των θεμελιωδών αρχών του, όπως η προστασία της εδαφικής ακεραιότητας όλων των κρατών» διαμήνυσε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας.
Παράλληλα, κατέστησε σαφές πως «δεν τίθεται σε συζήτηση η εδαφική κυριαρχία μας» και ότι «δεν πέφτουμε στην παγίδα της κλιμάκωσης της ρητορικής αντιπαράθεσης για αυτονόητα, σε όλη τη διεθνή κοινότητα, ζητήματα».
Όπως διαπίστωσε ο υπουργός Εξωτερικών, σε συνέντευξή του στη «Ναυτεμπορική». τουλάχιστον σε ρητορικό επίπεδο, «βρισκόμαστε ενώπιον μιας πρωτοφανούς κλιμάκωσης της τουρκικής προκλητικότητας» και παράλληλα κατά διαστήματα μια κλιμάκωση και στο πεδίο, όπου προβάλλεται ο «νεο-Οθωμανικός αναθεωρητισμός». Στην κλιμάκωση αυτή, υπογράμμισε, «απαντάμε σθεναρά, αλλά ψύχραιμα» και τόνισε ότι «με μια σειρά από επιχειρήματα αποδομούμε έναν προς έναν τους αβάσιμους και ανυπόστατους ισχυρισμούς της τουρκικής πλευράς».
Εξίσου, διαμήνυσε ότι «είμαστε σε επαγρύπνηση, είμαστε προετοιμασμένοι» και υπογράμμισε: «Είναι αυτονόητο ότι προστατεύουμε με όλους τους ενδεδειγμένους τρόπους τα εθνικά συμφέροντα, στη βάση πάντα του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας. Έχουμε ενισχύσει τη χώρα γεωπολιτικά, μέσω διμερών συμφωνιών, καθώς και μιας εκστρατείας ενημέρωσης διεθνώς, η οποία ήδη αποδίδει, όπως φαίνεται και από την καθαρή στάση έναντι της τουρκικής προκλητικότητας, που τηρούν ολοένα και περισσότεροι εταίροι και σύμμαχοί μας».
Παράλληλα, ο υπουργός Εξωτερικών εξέφρασε εκ νέου την ετοιμότητά της Ελλάδας για διάλογο, στη βάση του Διεθνούς Δικαίου και ιδιαίτερα του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, επισημαίνοντας ότι «εμείς είμαστε ειλικρινείς όταν διακηρύσσουμε τη βούλησή μας να μείνουν ανοικτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας με την Άγκυρα». Σε κάθε περίπτωση, εκτίμησε ότι οφείλουν και οι δύο πλευρές, ιδίως τα υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας, να διατηρούν ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας, ακόμα και σε περιόδους έντασης, επανέλαβε πως δεν είναι επιλογή της ελληνικής πλευράς η διακοπή των διαύλων και σημείωσε ότι «το να συνομιλούμε δεν σημαίνει ότι κάνουμε «εκπτώσεις» στις πάγιες θέσεις μας για τα εθνικά συμφέροντα. «Δεν βάλαμε εμείς τέλος στη διαδικασία του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας. Ούτε στις Διερευνητικές επαφές, στον Πολιτικό Διάλογο, στην Θετική Ατζέντα, στα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης» ανέφερε και υπογράμμισε ότι εναπόκειται στην Τουρκία να επανέλθει στον διάλογο, στη βάση του Διεθνούς Δικαίου.
Μάλιστα, έστειλε το μήνυμα πως «εάν η Τουρκία, τορπιλίζοντας εν τοις πράγμασι την επικοινωνία, προσδοκά εκπτώσεις στα διεθνώς κατοχυρωμένα ελληνικά δικαιώματα, η Ελλάδα έχει καταστήσει σαφές τι θα πράξει: δεν θα αφήσουμε περιθώριο αμφισβήτησης της εθνικής κυριαρχίας μας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων».
Επίσης, ανέφερε ότι όπως προανήγγειλε ο πρωθυπουργός, το ζήτημα της τουρκικής προκλητικότητας θα τεθεί στο προσεχές Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, την επόμενη εβδομάδα και επισήμανε ότι η Ελλάδα ενημερώνει ενδελεχώς τους εταίρους και συμμάχους, αλλά και τους διεθνείς οργανισμούς για την απροκάλυπτη τουρκική επιθετικότητα. Η διεθνής κοινή γνώμη γνωρίζει σήμερα ποιος προκαλεί στην περιοχή, σημείωσε και προσέθεσε ότι αυτό κατέστη εφικτό, αφενός χάρη στη στοχευμένη προβολή των ελληνικών θέσεων, αφετέρου, χάρη στη γενικότερη πολιτική αξιοπιστίας που ακολουθεί η Ελλάδα σε όλα τα διεθνή ζητήματα. Όπως ανέφερε ρητά, σήμερα, η χώρα μας έχει διεθνοποιήσει το ζήτημα των τουρκικών προκλήσεων, ανάγοντας την συμπεριφορά της Τουρκίας στο ευρύτερο πλαίσιο αναθεωρητισμού και νέο-οθωμανισμού που τη χαρακτηρίζει.
Στηλιτεύοντας τον αναθεωρητισμό, προσδιόρισε με σαφήνεια ότι συνιστά πηγή αποσταθεροποίησης και δεινών, όχι μόνο για τις χώρες κατά των οποίων στρέφεται, αλλά και για το σύνολο της διεθνούς κοινότητας. «Αποτελεί μέγιστο κίνδυνο για την ίδια τη φύση της διεθνούς έννομης τάξης. Και αυτό γίνεται πλήρως αντιληπτό από όλες τις δημοκρατίες που λειτουργούν σύμφωνα με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου. Όλοι γνωρίζουμε ότι η προάσπιση της ειρήνης και της σταθερότητας σε μια περιοχή δεν αποτελεί ένα ‘à la carte’ εγχείρημα, δεν εφαρμόζεται κατ΄ επιλογήν», όπως σημείωσε. Αναφερθείς στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ο Νίκος Δένδιας υπογράμμισε ότι το μεγάλο δίδαγμα που προκύπτει από αυτήν είναι ότι ο αναθεωρητισμός δεν οδηγεί κάπου.
Έσπευσε επίσης να τονίσει ότι το αφήγημα μιας δήθεν περιφερειακής δύναμης που λειτουργεί διαμεσολαβητικά υπέρ της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας σε μια συγκεκριμένη περιοχή, αλλά την ίδια στιγμή δρα αποσταθεροποιητικά με τη ρητορική και τις πράξεις της απέναντι σε μια άλλη χώρα ή ακόμη και εντός ενός διεθνούς οργανισμού, απλά δεν υφίσταται. Και αυτό, όπως τόνισε, έχει αρχίσει να το συνειδητοποιεί πλήρως η διεθνής κοινότητα, διότι με τη ρητορική, αλλά κυρίως με τις πράξεις της, η ίδια η Τουρκία εκτίθεται ανεπανόρθωτα σε διεθνές επίπεδο.
Περαιτέρω, αναφερόμενος στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ο υπουργός Εξωτερικών ανέφερε ότι η Ελλάδα δεν την καταδίκασε μόνο από υποχρέωση, επειδή είναι μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. «Το έπραξε διότι αυτό υπαγορεύει η εξωτερική πολιτική αρχών που υπηρετεί – πολιτική που υποστηρίζει την κυριαρχία, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα όλων των κρατών, στη βάση του Διεθνούς Δικαίου και του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών» εξήγησε.
Ως προς τις ελληνορωσικές σχέσεις, είπε πως όταν η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη ανέλαβε τη εξουσία, πριν από σχεδόν 3 χρόνια, οι σχέσεις βρίσκονταν σε ένα μάλλον μέτριο επίπεδο και ότι «καταβάλαμε μεγάλη προσπάθεια να επαναφέρουμε ένα επίπεδο αλληλοκατανόησης με μια χώρα, με την οποία έχουμε ιστορικούς, θρησκευτικούς και πολιτιστικούς δεσμούς αιώνων», αλλά η ρωσική εισβολή και ο πόλεμος στην Ουκρανία, ανέκοψαν την ανοδική πορεία των σχέσεων μας, και όχι με ευθύνη της χώρας μας. «Εμείς πορευόμαστε στο πλαίσιο ενός πολιτικού και αξιακού χώρου και των συμμαχιών, στις οποίες εξ επιλογής ανήκουμε» κατέστησε σαφές.
Εν συνεχεία, ο υπουργός Εξωτερικών ανέδειξε το αυξημένο ειδικό βάρος της Ελλάδας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και τον πρωταγωνιστικό της ρόλο για την ευρωπαϊκή ενσωμάτωση των Δυτικών Βαλκανίων. «Αισθανόμαστε το ιστορικό χρέος να βοηθήσουμε τα Δυτικά Βαλκάνια να προχωρήσουν στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων και της οικονομικής ανάπτυξης, στον δρόμο προς την ΕΕ» σημείωσε. Αναφερθείς στην πρόσφατη βαλκανική περιοδεία του, αλλά και στη Σύνοδο της Διαδικασίας Συνεργασίας Νοτιοανατολικής Ευρώπης στη Θεσσαλονίκη, διαπίστωσε ότι η συνεπής στάση και ο ρόλος της Ελλάδας αναγνωρίζεται από όλους στην περιοχή, όπως επίσης, από τους εταίρους της χώρας μας στην ΕΕ.
Ερωτηθείς πότε προβλέπεται να γίνει η κύρωση των μνημονίων συνεργασίας με τη Βόρεια Μακεδονία, ο Νίκος Δένδιας απάντησε όταν το επιτρέψει το εθνικό συμφέρον και το πρόγραμμα της Βουλής των Ελλήνων.
Τέλος, ο υπουργός Εξωτερικών υπογράμμισε τη σημασία της διοργάνωσης της Διάσκεψης των Ωκεανών το 2024 από την Ελλάδα, σε συντονισμό με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. «Άμεσος στόχος είναι να εξεταστούν οι τρόποι αντιμετώπισης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, της υπερ-αλίευσης και της μόλυνσης των θαλασσών. Το γεγονός ότι ζητήθηκε από τη χώρα μας να διοργανώσουμε την συνάντηση σε δύο χρόνια, υποδηλώνει την σημασία που αποδίδουν οι ΗΠΑ στην Ελλάδα στον τομέα αυτό» είπε και προσέθεσε ότι η προστασία και η διατήρηση του θαλασσίου περιβάλλοντος αποτελεί κεφάλαιο της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, της UNCLOS, ο σεβασμός της οποίας είναι βασική αρχή της χώρας μας.