Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 92 ετών ο Πρώην Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας και ανώτατος δικαστικός, Χρήστος Σαρτζετάκης.
Ο Χρήστος Σαρτζετάκης κέρδισε παγκόσμια καταξίωση όταν επιτέλεσε με παραδειγματική γενναιότητα το έργο του στην υπόθεση της δολοφονίας του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη.
Ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, άσκησε τα καθήκοντά του με εξαιρετική προσήλωση στο Σύνταγμα, ιδιαίτερα κατά την ταραχώδη περίοδο 1989-1990, όταν οι εκλογικές αναμετρήσεις δεν έδωσαν απόλυτη πλειοψηφία σε κανένα κόμμα.
Γεννήθηκε στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης το 1929. Ο πατέρας του ήταν αξιωματικός της Χωροφυλακής, καταγόμενος από τα Χανιά. Η μητέρα του, το γένος Γραμμενόπουλου, ήταν από το Σκλήθρο Φλώρινας, κόρη του Μακεδονομάχου Κοσμά Γραμμενόπουλου. Ήταν πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εισήλθε στον δικαστικό κλάδο το 1955. Το 1961 ήταν ανακριτής στο Αγρίνιο, στην ανάκριση του παιδαγωγού Μιχάλη Παπαμαύρου.
Το 1956 υπηρέτησε ως Ειρηνοδίκης στην Κλεισούρα Καστοριάς.Το 1963 υπηρέτησε στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και έγινε γνωστός ως ανακριτής στην υπόθεση της δολοφονίας του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη. Διεξήγαγε την ανάκριση χωρίς να υποκύψει σε πολιτικές πιέσεις που δέχτηκε από την τότε πολιτική και δικαστική εξουσία. Η γενναία στάση του αποτυπώθηκε στην ταινία «Ζ» του Κώστα Γαβρά.
Με εκπαιδευτική άδεια έκανε στο Παρίσι κατά το διάστημα 1965-1967 μεταπτυχιακές σπουδές στο Εμπορικό Δίκαιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο.
Το 1968, επί Χούντας, απολύθηκε από το δικαστικό σώμα και στη συνέχεια συνελήφθη δύο φορές, βασανίστηκε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ και φυλακίστηκε, χωρίς δίκη. Απολύθηκε από τις φυλακές της Χούντας μετά από διεθνή κατακραυγή το 1971. Με την πτώση της δικτατορίας αποκαταστάθηκε στην υπηρεσία του τον Σεπτέμβριο του 1974 με τον βαθμό του Εφέτη.
Το 1976 συμμετείχε στη σύνθεση του Συμβουλίου Εφετών η οποία απέρριψε το αίτημα της Γερμανίας για την έκδοση του Ρολφ Πόλε, καταζητούμενου για τρομοκρατική δράση, με το σκεπτικό ότι τα εγκλήματά του είναι πολιτικά και ως εκ τούτου η έκδοσή του απαγορεύεται από το ελληνικό Σύνταγμα. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου άσκησε πειθαρχική δίωξη κατά των τριών πλειοψηφησάντων δικαστών (Κ. Αλεξόπουλος, Σ. Βάλλας, Χ. Σαρτζετάκης) γι’ αυτή την απόφαση, γεγονός που θεωρήθηκε ανεπίτρεπτη παρέμβαση στη δικαστική ανεξαρτησία.
Το 1981 προήχθη στον βαθμό του Προέδρου Εφετών και το 1982 στον βαθμό του Αρεοπαγίτη.
Κατά την προεδρική εκλογή του 1985 ο Χρήστος Σαρτζετάκης προτάθηκε από το ΠΑΣΟΚ και εξελέγη από αυτό και τα κόμματα της αριστεράς στις 29 Μαρτίου 1985 Πρόεδρος της Δημοκρατίας, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τις 5 Μαΐου 1990.
Η θητεία του στιγματίστηκε από την ανένδοτη άρνησή του ως Προέδρου της Δημοκρατίας να απονείμει χάρη στον ισοβίτη Χρήστο Ρούσσο, στάση που αποδόθηκε σε ομοφοβία και διάκριση, εφόσον υπήρχαν οι προϋποθέσεις και η θετική εισήγηση του Συμβουλίου Χαρίτων. Η απεργία πείνας που ξεκίνησε ο Ρούσσος πυροδότησε ένα ευρύ κίνημα συμπαράστασης, στο οποίο συμμετείχαν προσωπικότητες του πνευματικού, νομικού, πολιτικού και καλλιτεχνικού κόσμου από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Τελικά, ο Χρήστος Ρούσσος αποφυλακίστηκε με χάρη που του δόθηκε το 1990 από τον επόμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Μετά το 1990 είχε αποσυρθεί σε μεγάλο βαθμό από τη δημόσια ζωή.
Στις 21 Δεκεμβρίου 2018, βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Το βραβείο απονεμήθηκε για τη δημοσίευση του έργου «Επιτελών το καθήκον μου», κείμενο με τη μειοψηφική γνώμη που διατύπωσε το 1964 ως ανακριτής στην υπόθεση Λαμπράκη, το οποίο αξιολογήθηκε ως λαμπρό δείγμα ευσυνείδητης, εμβριθούς, εξονυχιστικής και θαρραλέας ανακριτικής στάσης.