Την ανάγκη να τερματιστούν οι πολιτικές λιτότητας που οδήγησαν την Ευρώπη στην κρίση αλλά και τη διάψευση των προεκλογικών προσδοκιών που είχε καλλιεργήσει η ΝΔ σε μία σειρά από ζητήματα υπογραμμίζει ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, σε συνέντευξη που παραχώρησε στη γαλλική εφημερίδα Figaro και δημοσιεύεται ολόκληρη στην ιστοσελίδα της, στο πλαίσιο του ταξιδιού του στο Παρίσι ως προσκεκλημμένος του πρώην Πρωθυπουργού της Ιταλίας και Πρύτανη του Πανεπιστημίου Sciences Po κ. Letta, για να πραγματοποιήσει κεντρική ομιλία για τα εγκαίνια της νέας έδρας σπουδών «Δημοσίου Χρέους».
Αναφερόμενος στο εκλογικό αποτέλεσμα του Ιουλίου, ο κ. Τσίπρας, αναφέρει ότι «βγάλαμε την Ελλάδα από τον οκταετή φαύλο κύκλο των Μνημονίων και δώσαμε τέλος στην κρίση», όμως υπήρχε συσσωρευμένη κόπωση του ελληνικού λαού από την πολυετή λιτότητα, κόπωση που «συχνά κάνει τα αυτιά πολλών ευήκοα στην ψηφοθηρική δημαγωγία και το δεξιό λαϊκισμό», κατηγορώντας τη ΝΔ για την προεκλογική στάση της σε προσφυγικό, Συμφωνία των Πρεσπών και τη μεσαία τάξη.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρει ότι «η ΝΔ ως κυβέρνηση διαψεύδει με μεγάλη ταχύτητα, όλες τις προσδοκίες που είχε δημιουργήσει, αποδεικνύοντας, έτσι, τη χωρίς ηθικό φραγμό δημαγωγία της και εμπαιγμό των πολιτών ως αντιπολίτευση».
Σημειώνει πως η κυβέρνηση «οφείλει τα περιθώρια που έχει στην αποτελεσματική οικονομική πολιτική της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ» και την επικρίνει πως αξιοποιεί το δημοσιονομικό περιθώριο «προς όφελος μιας μικρής επιχειρηματικής ελίτ, των μεγάλων επιχειρήσεων των πολύ υψηλών εισοδημάτων, που είναι τα πολιτικά και κοινωνικά στηρίγματά της», σε βάρος της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων». «Αποδεικνύει ότι χρησιμοποίησε τη μεσαία τάξη προεκλογικά ως σημαία ευκαιρίας», σχολιάζει.
Σε ερώτηση για τη σημερινή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας ο κ. Τσίπρας υπογράμμισε ότι η ΝΔ οφείλει τα περιθώρια που έχει στην αποτελεσματική οικονομική πολιτική της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ Στο πλαίσιο αυτό τόνισε τη «βιώσιμη ανάπτυξη και άνοδο του ΑΕΠ στο 2%», τη ρύθμιση του χρέους και το μαξιλάρι 37 δισ. ευρώ με ταυτόχρονη «δημοσιονομική υπεραπόδοση, άνοδο των επενδύσεων, των εξαγωγών και της ιδιωτικής κατανάλωσης, αύξηση του κατώτατου μισθού και μείωση της ανεργίας κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες, από 26,5% το 2014 στο 16,9% τον Ιούλιο του 2019».
Ως εκ τούτου, ερωτηθείς τι θα έκανε διαφορετικά σήμερα από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, ο Αλέξης Τσίπρας, τόνισε ότι «το πολιτικό ζήτημα είναι υπέρ ποίων κοινωνικών στρωμάτων αξιοποιείται το δημοσιονομικό περιθώριο». Τόνισε ακόμα πως «χωρίς να εγκαταλείπουμε τα χαμηλά στρώματα, είχαμε επεξεργαστεί και ανακοινώσει για το 2020 συγκεκριμένα μέτρα τα οποία θα μείωναν σημαντικά το φορολογικό βάρος της μεσαίας τάξης: των μισθωτών, των συνταξιούχων, των ελεύθερων επαγγελματιών και των μικρομεσαίων επιχειρηματιών». Συμπέρανε, δε, ότι «τα μέτρα αυτά θα βελτίωναν το βιοτικό επίπεδό της, σε αντίθεση με τη σημερινή κυβέρνηση που επιβαρύνει με πολλούς τρόπους την καθημερινότητά της». Ο Αλέξης Τσίπρας κατέληξε λέγοντας πως «παράλληλα, είχαμε προγραμματίσει νέα αύξηση του κατώτατου μισθού και μείωση του φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων, καθώς επίσης και σημαντική αύξηση του συντελεστή αποσβέσεων – όχι του εισοδήματος των μεγαλομετόχων, όπως κάνει η σημερινή κυβέρνηση – ώστε να ενισχυθούν οι επενδύσεις».
Ερωτηθείς για το αποτύπωμα που άφησε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Τσίπρας στάθηκε στους σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης «αναβαθμίζοντας τις δυνατότητές για προσέλκυση επενδύσεων», αλλά και στην ανεργία που έπεσε δέκα μονάδες συνολικά και 20 μονάδες για τους νέους.
«Παράλληλα, με συμφωνίες για σημαντικά έργα υποδομών και αναβάθμιση των λιμανιών μας, θέσαμε τις βάσεις για να γίνουμε κόμβος μεταφορών, ενέργειας και εμπορίου στην περιοχή. Την ίδια στιγμή, η φτώχεια μειώθηκε για πρώτη φορά μετά από σχεδόν μια δεκαετία. Κρατήσαμε όρθιους τους πιο ευάλωτους της κοινωνίας με την κάρτα πρόνοιας και εξασφαλίσαμε τη δωρεάν πρόσβαση σε όλους του ανασφάλιστους πολίτες στο Εθνικό Σύστημα Υγείας.», ανέφερε.
Ιδιαίτερη μνεία έκανε ο κ. Τσίπρας και στην αναβάθμιση του διπλωματικού ρόλου της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή. «Σε μια περίοδο, μετά το 2014, που η ενταξιακή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων είχε παγώσει, οι κρίσεις αυξάνονταν ραγδαία (Αλβανία, Κόσοβο, Βόρεια Μακεδονία, Μαυροβούνιο) και ενισχυόταν ο εθνικισμός και η επιρροή τρίτων δυνάμεων στην περιοχή, δημιουργήσαμε μια νέα ευρωπαική δυναμική το 2018, επιλύοντας το ονοματολογικό, που ταλάνιζε τα Βαλκάνια και τη σχέση μας με τη γείτονά μας, για 27 χρόνια», είπε. Τόνισε δε «πόσο επιτακτική ανάγκη είναι να διατηρηθεί αυτή η δυναμική σήμερα – με την απαραίτητη συμβολή της Γαλλίας».
Αναφερόμενος στην προσφυγική και μεταναστευτική κρίση, τόνισε ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ τη διαχειρίστηκε «στη βάση του διεθνούς δικαίου απέναντι στις δυνάμεις τις ευρωπαϊκής και ελληνικής ακροδεξιάς», αναφέρθηκε στη Δήλωση ΕΕ – Τουρκίας για το προσφυγικό, είπε ότι «φτάσαμε πιο κοντά από ποτέ στην επίλυση του Κυπριακού» και πρόσθεσε ότι «με την αύξηση δε της επιθετικότητας της Τουρκίας στην Κυπριακή ΑΟΖ, συμβάλαμε καθοριστικά στην υιοθέτηση ευρωπαϊκών κυρώσεων εις βάρος της».
Όσον αφορά στην ΕΕ, ο κ. Τσίπρας σημείωσε πως αν οι προοδευτικές δυνάμεις δεν ενωθούν γύρω από ένα νέο όραμα για την Ευρώπη άμεσα, οι συνέπειες για τους Ευρωπαίους πολίτες και το ευρωπαϊκό εγχείρημα, «θα είναι οδυνηρές για τις επόμενες δεκαετίες», ενώ υπογράμμισε ότι πλέον είναι σαφές πως «οι πολιτικές λιτότητας και ανισοτήτων που οδήγησαν την Ευρώπη στην κρίση και δυσκόλεψαν την έξοδό της από αυτήν, είναι ακόμα πιο ενισχυμένες».
Αναφέρθηκε στη συζήτηση που είχαν ξεκινήσει στην Πνύκα με τον Πρόεδρο της Γαλλίας Μανουέλ Μακρόν με έμφαση στην ανάγκη για μεταρρύθμιση της ευρωζώνης, καθώς και στη συζήτηση για την αναθεώρηση του Σύμφωνου Σταθερότητας, οι οποίες όπως είπε είναι σήμερα, «πιο σημαντικές από ποτέ». Κληθείς να σχολιάσει δήλωση Μακρόν ότι το όριο του 3% του ΑΕΠ του ελλείμματος είναι ξεπερασμένο και πρέπει να αλλάξει, ο κ. Τσίπρας σημείωσε πως «με το να φορτώνουμε εκ των προτέρων την Ευρώπη με σκληρούς δημοσιονομικούς κανόνες με υφεσιακή ροπή, βάζουμε φρένο στην ανάπτυξη». «Δεν χρειάζεται να καίμε το δάσος για να σκοτώσουμε το φίδι», σχολίασε, προσθέτοντας ότι το όριο δημοσιονομικού ελλείμματος στο 3% του ΑΕΠ είναι, πράγματι, πολλαπλά προβληματικό.
Τόνισε ότι η ΕΕ «επιμένει στην στήριξη πολιτικών λιτότητας που οδήγησαν στην οικονομική κρίση, στη διατήρηση της Συνθήκης του Δουβλίνου που δεν επιτρέπει στην ΕΕ να διαχειριστεί δίκαια και αποτελεσματικά το προσφυγικό-μεταναστευτικό».
Πρέπει άμεσα, είπε, να ξαναρχίσει σοβαρή συζήτηση για την μεταρρύθμιση της ευρωζώνης, την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, την τραπεζική ένωση με έναν κοινό ευρωπαϊκό μηχανισμό ασφάλισης καταθέσεων και την νομική κατοχύρωση του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων. Πρόσθεσε ότι «πρέπει να μιλήσουμε ανοιχτά για ένα νέο Κοινό Ευρωπαικό Σύστημα Ασύλου που να συμπεριλαμβάνει έναν ισχυρό ευρωπαϊκό μηχανισμό επιστροφών, αλλά και μια νέα ευρύτερη ευρωπαική πολιτική για τις χώρες προέλευσης και διέλευσης».
Αναφορικά με τον διεθνή ρόλο της ΕΕ είπε ότι αυτό σημαίνει ενισχυμένο αμυντικό βραχίονα, νέα μεθοδολογία για τη διεύρυνση, αλλά και γενναία βήματα για τα Δυτικά Βαλκάνια όπως η άμεση έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων για την Βόρεια Μακεδονία και η θέσπιση Οδικού Χάρτη για την Αλβανία. «Σημαίνει ενεργή εμπλοκή στην δίκαιη και βιώσιμη επίλυση του Κυπριακού, αλλά και στην εξασφάλιση της ειρήνης και σταθερότητας στην Ουκρανία, τη Συρία, τη Λιβύη καθώς και επίλυση του Παλαιστινιακού».
Ερωτηθείς και για τη διαπραγμάτευση του ’15, τόνισε μεταξύ άλλων ότι «πράξαμε το καλύτερο που ήταν εφικτό για τη χώρα μου και τον ελληνικό λαό, απέναντι σε μια τεχνοκρατική, πολλές φορές κυνική και ιδεοληπτικά νεοφιλελεύθερη Ευρώπη». Σχολίασε ότι «η μη διαπραγμάτευση των προηγούμενων κυβερνήσεων δεν είχε κόστος μόνον για τους δανειστές. Για τη χώρα και το λαό είχε, δυστυχώς, βαρύτατο κόστος – δύο Μνημόνια, που ισοπέδωσαν και οδήγησαν στην φτωχοποίηση την κοινωνική πλειοψηφία των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων». Επιπλέον, σημείωσε ότι η διαπραγμάτευση «πέτυχε να αναγνωρίσουν, για πρώτη φορά, οι δανειστές, ότι η ελάφρυνση του χρέους της Ελλάδας είναι και δική τους ευθύνη. Ότι οφείλουν να συμφωνήσουν σε μέτρα που θα προτιμούσαν να αποφύγουν – και απέφευγαν μέχρι τότε» ενώ επεσήμανε ότι η συμφωνία «μείωνε σημαντικά τα πρωτογενή πλεονάσματα σε σχέση με τις δεσμεύσεις της προηγούμενης κυβέρνησης και, κατ’ επέκταση, το συνολικό κόστος της δημοσιονομικής προσαρμογής, προέβλεπε τη διάθεση κονδυλίων για την ανάπτυξη, απέτρεπε οποιαδήποτε μείωση στις αποδοχές των εργαζομένων, διατηρούσε σε ισχύ το νόμο για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης που είχε ψηφίσει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και επανέφερε σε ισχύ το θεσμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων που είχαν καταργήσει οι δανειστές».
Τέλος, ερωτηθείς αν έχει δει την ταινία του Κ. Γαβρά, απάντησε ότι την παρακολούθησε, «δώσαμε έναν άνισο αγώνα και είναι σαφές ότι η ταινία αντανακλά αυτήν την προσπάθεια». Πρόσθεσε ότι το βιβλίο πάνω στο οποίο βασίζεται η ταινία μόνο κατά το ένα τρίτο ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ότι «όλη αυτή η προσπάθεια του πρώτου εξαμήνου στην διακυβέρνηση, αντανακλούσε του συλλογικούς πόθους και αγώνες ενός ολόκληρου λαού», για να σημειώσει πως «στην ανάλυση της αριστεράς την ιστορία τη γράφουν οι λαοί και όχι δήθεν αδικημένοι σουπερ ήρωες».