Επίσκεψη στο υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης πραγματοποίησε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης.
Η συζήτηση περιστράφηκε κυρίως γύρω από θέματα εργασιακά και ασφαλιστικά, όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού, η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και η μεταρρύθμιση του Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ), ενώ δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στους τομείς της εστίασης και του τουρισμού, στην εντατικοποίηση των ελέγχων και σε επιμέρους ζητήματα, όπως αυτό της θερμικής καταπόνησης των εργαζομένων σε ακραίες καιρικές συνθήκες.
Σε δηλώσεις του, μετά τη σύσκεψη, που προηγήθηκε, ο πρωθυπουργός σημείωσε ότι η κυβέρνηση αποδίδει σημασία στον κοινωνικό διάλογο, με γνώμονα την εξεύρεση βέλτιστων λύσεων και για τις επιχειρήσεις και για τους εργαζόμενους.
Όπως είπε, στο υπουργείο Εργασίας έχει γίνει σημαντική δουλειά όλη την πενταετία, η οποία αποτυπώνεται στη μείωση της ανεργίας, στη δημιουργία εκατοντάδων χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας, αλλά και στη βελτίωση του εργασιακού περιβάλλοντος, έχοντας πάντα ως πρώτο στόχο την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Παράλληλα, ο κ. Μητσοτάκης εστίασε στη μεταρρύθμιση της Ψηφιακής Κάρτας Εργασίας, που έχει έναν και βασικό σκοπό να καταγράφεται και, κατά συνέπεια, να αμείβεται ο πραγματικός χρόνος εργασίας. «Αποτελεί δέσμευση της κυβέρνησης η Ψηφιακή Κάρτα Εργασίας να εφαρμοστεί σε όλους τους κλάδους της οικονομίας. Τα οφέλη ως προς την αποτύπωση της πραγματικής υπερωριακής εργασίας προς όφελος των εργαζομένων είναι ήδη αισθητά» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Για το ζήτημα του κατώτατου μισθού, ο πρωθυπουργός τόνισε ότι εξακολουθεί να ισχύει στο ακέραιο η δέσμευση της κυβέρνησης ο κατώτατος μισθός να φτάσει στα 950 ευρώ στο τέλος της τετραετίας.
Ειδική μνεία έκανε ο κ. Μητσοτάκης στην ανάγκη να βελτιωθεί η συμμετοχή στην αγορά εργασίας πρωτίστως των γυναικών, των νέων, των ατόμων με αναπηρία, αλλά και των συνταξιούχων.
Στο σημείο αυτό, ο πρωθυπουργός εξέφρασε την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι η μεταρρύθμιση της κυβέρνησης η οποία έδωσε τη δυνατότητα στους συνταξιούχους να εργάζονται χωρίς περικοπή της σύνταξής τους και μόνο με φορολόγηση του πραγματικού χρόνου εργασίας τους έχει εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Επίσης, επεσήμανε την ανάγκη πρόσθετων εργαλείων για τη συμμετοχή των γυναικών.
«Αποδίδουμε μεγάλη σημασία στις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και στη δουλειά που κάνει η Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης με πολλά νέα προγράμματα και, πλέον, βλέπουμε μια σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ της προσφοράς του εργατικού δυναμικού και της ζήτησης» προσέθεσε ο κ. Μητσοτάκης και ανέφερε ότι εκεί εντάσσεται και το ζήτημα του εξορθολογισμού του πλαισίου των μετακλήσεων εργαζομένων από το εξωτερικό. «Αυτή είναι μια λύση ανάγκης, αλλά απαραίτητη, όμως, για συγκεκριμένους κλάδους, η οποία πρέπει να διεκπεραιώνεται με ταχύτητα, ώστε να μην έχουμε κενά στην αγορά εργασίας σε κρίσιμους κλάδους, όπως ο πρωτογενής τομέας και ο τομέας των κατασκευών» διευκρίνισε.
Για τα ζητήματα της κοινωνικής ασφάλισης, ο κ. Μητσοτάκης είπε τα εξής: «Έχει γίνει σημαντική δουλειά τα τελευταία χρόνια στην αντιμετώπιση ενός χρόνιου προβλήματος, που ήταν ο χρόνος απονομής των συντάξεων. Δεν έχει λυθεί πλήρως το ζήτημα, αλλά έχει επιλυθεί στον μεγαλύτερο βαθμό.
Επιπλέον, δίνουμε μεγάλη σημασία στην επικοινωνία του πολίτη με το κράτος. Γι’ αυτό, η περαιτέρω ενίσχυση του 1555 είναι απολύτως απαραίτητη.
Βέβαια, μεριμνούμε πάντα για τους πιο ευάλωτους συμπολίτες μας, όπως είναι οι πολιτικές που έχουν να κάνουν με τα ΚΕΠΑ και η επικοινωνία των ανάπηρων συμπολιτών μας με το κράτος πρέπει να είναι προτεραιότητα του υπουργείου.
Τέλος, ο πρωθυπουργός επανέλαβε ότι εφέτος, όπως και πέρυσι, θα δοθεί μια έκτακτη ενίσχυση εκείνων των συνταξιούχων που δεν είδαν αύξηση στις συντάξεις τους, λόγω της προσωπικής διαφοράς.
Αυτή η έκτακτη ενίσχυση προέρχεται από την έκτακτη φορολόγηση των πολύ υψηλών κερδών των ελληνικών διυλιστηρίων για τη χρήση του 2023. Πρόκειται για ένα μέτρο κοινωνικής δικαιοσύνης, που για τη φορολόγηση των διυλιστηρίων έχει έκτακτο χαρακτήρα, αλλά είναι ένα μέτρο που στηρίζει συνολικά την κοινωνική συνοχή και αποδεικνύει την έμπρακτη προσήλωση της κυβέρνησης να στέκεται πρωτίστως κοντά στους πιο αδύναμους συμπολίτες μας».
Από την πλευρά της, η υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Νίκη Κεραμέως, δήλωσε τα ακόλουθα: «Είχαμε μία αναλυτική συζήτηση για όλα τα θέματα του χαρτοφυλακίου. Οι δύο βασικοί άξονες είναι οι εργασιακές σχέσεις και η κοινωνική ασφάλιση.
Συζητήσαμε τα επόμενα βήματα, χτίζοντας πάνω στη σημαντική δουλειά που έχει γίνει τα τελευταία πέντε χρόνια, στοχεύοντας σε μια ακόμα καλύτερη εργασιακή καθημερινότητα για τους εργαζόμενους και σε ένα ταχύτερο και πιο αποτελεσματικό κράτος αρωγό που συνεισφέρει στη βελτίωση του εργασιακού τοπίου στη χώρα μας.
Στόχος είναι η τόνωση της απασχόλησης, η διασφάλιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και η ανάπτυξη της οικονομίας.
Συζητήσαμε για την καθολική εφαρμογή της Ψηφιακής Κάρτας Εργασίας στους διάφορους τομείς επαγγελματικής δραστηριότητας, για ζητήματα αύξησης του κατώτατου μισθού, σύμφωνα με τον οδικό χάρτη που έχει θέσει ο πρωθυπουργός, πρωτοβουλίες για την περαιτέρω τόνωση της απασχόλησης, τη μείωση της ανεργίας, η οποία έχει ήδη σημειώσει πολύ σημαντική μείωση, αλλά και για την αναβάθμιση του Μηχανισμού Διάγνωσης των Αναγκών της Αγοράς Εργασίας.
Στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης, συζητήσαμε για τα επόμενα βήματα στην ψηφιοποίηση του e-ΕΦΚΑ, όπου έχει ήδη γίνει πολύ σημαντική δουλειά τα τελευταία χρόνια, ωστόσο υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης.
Στόχος είναι να γινόμαστε καλύτεροι και να προβαίνουμε σε ταχύτερη απονομή των συντάξεων, στη βελτίωση του τρόπου λειτουργίας του 1555, στη μείωση των εκκρεμών συντάξεων συνολικά και στη βελτίωση των υπηρεσιών σχετικά τα Κέντρα Πιστοποίησης Αναπηρίας.
Σε όλα αυτά τα ζητήματα θεωρούμε ότι οι καλύτερες λύσεις μπορούν να προκύψουν μέσα από τον διάλογο. Έχουμε ήδη ξεκινήσει και αναλάβει πρωτοβουλίες για έναν διεξοδικό διάλογο με όλους τους κοινωνικούς εταίρους.
Έχει έρθει η ώρα να δούμε σε μια νέα βάση ένα νέο κοινωνικό σύμφωνο εργασίας. Υπάρχει καλή διάθεση από όλες τις πλευρές. Θα είμαστε ανοιχτοί, για να φροντίσουμε για την ευημερία των πολιτών, την τόνωση της απασχόλησης και την ανάπτυξη της οικονομίας».