Την ξεκάθαρη θέση της Ελλάδας πως ότι απειλείται δεν αποστρατιωτικοποιείται τόνισε, μιλώντας στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος.
Αναφερόμενος στην κριτική του Τούρκου υπουργού ‘Αμυνας Χουλούσι Ακάρ για τις επισκέψεις της Προέδρου της Δημοκρατίας, του πρωθυπουργού αλλά και του ίδιου του Ν. Παναγιωτόπουλου σε ακριτικά ελληνικά νησιά, ο Έλληνας υπουργός υπογράμμισε ότι «δεν μπορεί κανένας Τούρκος αξιωματούχος να υποδείξει σε Έλληνα αξιωματούχο που θα ταξιδέψει στην Ελλάδα. Δεν δεχόμαστε αυτού του είδους τις υποδείξεις».
«Ό,τι απειλείται», πρόσθεσε ο Ν. Παναγιωτόπουλος, «δεν αποστρατιωτικοποιείται. Υπάρχει μια υπαρκτή απειλή και βάση του κυρίαρχου δικαιώματος μας οφείλουμε να λάβουμε μέτρα για την άμυνα τμημάτων της ελληνικής επικράτειας».
Για την αναβάθμιση των επιχειρησιακών δυνατοτήτων των Ενόπλων Δυνάμεων και ειδικότερα του στόλου του Πολεμικού Ναυτικού, ο Ν. Παναγιωτόπουλος ανέφερε ότι γίνεται μεγάλη προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση τα τελευταία δύο χρόνια.
«Έχουμε σχέδιο, προτεραιοποίηση και οικονομική δυνατότητα και οφείλουμε να το κάνουμε γιατί τα οπλικά συστήματα όσο περνά ο χρόνος παλιώνουν» υπογράμμισε και συμπλήρωσε αναφερόμενος στις φρεγάτες που θα προμηθευτεί το Πολεμικό Ναυτικό: «Είναι το πιο απαραίτητο και μεγάλο στοιχείο του εξοπλιστικού μας προγράμματος.
Οι πιο παλιές φρεγάτες που διαθέτουμε είναι 50 ετών και οι λιγότερο παλιές 40 ετών. Ακόμη και αν δεν υπήρχε η ένταση με την Τουρκία θα προχωρούσαμε στην αναβάθμιση του ελληνικού στόλου».
Τόνισε ότι υπάρχουν στο τραπέζι πολλές «ενδιαφέρουσες προτάσεις» τις οποίες «επεξεργάζεται το Πολεμικό Ναυτικό και οφείλει να επιλέξει τις καλύτερες και πιο ελκυστικές με βάση τις ανάγκες του».
Επεσήμανε, ότι δεν υπάρχει πολύς χρόνος και «το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα θα λάβουμε την τελική απόφαση».
Ξεκαθάρισε ότι το υπουργείο Εθνικής ‘Αμυνας έχει ζητήσει «την εμπλοκή της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας» με συμμετοχή ελληνικών εταιριών και ναυπήγηση των πλοίων σε ελληνικά ναυπηγεία.
Το διάστημα της ναυπήγησης, όπως είπε ο Ν. Παναγιωτόπουλος, «θα πάρει αρκετά χρόνια» και για το λόγο αυτό το Υπουργείο ζητά «τη λεγόμενη ενδιάμεση λύση. Πλοία, δηλαδή, που θα παραδοθούν και θα καταστούν επιχειρησιακά και διαθέσιμα έως ότου παραδοθούν οι τέσσερις νέες φρεγάτες».
Για την ανάληψη της προεδρίας της Συνόδου των υπουργών Άμυνας στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ), ο Ν. Παναγιωτόπουλος επεσήμανε ότι αυτή η εξέλιξη είναι «σημαντική για τη χώρα» και «τιμητική» για τον ίδιο.
«Στο πρόσωπό μου», είπε, «αναγνωρίζεται η παρουσία, η ετοιμότητα αλλά και η ποιότητα των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας. Αυτό αποδείχθηκε στην πράξη μέσα στο 2020 από την επιτυχή διαχείριση της κρίσης του Έβρου αλλά και αργότερα από την επιτυχή διαχείριση της παρατεταμένης κρίσης στο Αιγαίο και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η Ευρώπη αναγνωρίζει ότι η Ελλάδα διαθέτει υψηλά αποτρεπτικές και άρτια λειτουργικές Ένοπλες Δυνάμεις».
Για το μηχανισμό αποκλιμάκωσης που δημιούργησε το ΝΑΤΟ για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ο υπουργός Εθνικής ‘Αμυνας τόνισε ότι «η Συμμαχία δεν θέλει να βλέπει εντάσεις μεταξύ των συμμάχων» ενώ ξεκαθάρισε ότι «η συμπεριφορά της Τουρκίας είναι αποσταθεροποιητικός παράγοντας όχι μόνο για την ειρήνη και τη σταθερότητα στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο αλλά και για την ίδια τη συνοχή του ΝΑΤΟ».
Ανέφερε, επίσης, ότι ο «μηχανισμός αποκλιμάκωσης λειτουργεί ώστε να μην επαναληφθούν οι καταστάσεις του περασμένου καλοκαιριού» ενώ δεν παρέλειψε να τονίσει ότι «πρέπει η άλλη πλευρά να συμμορφώνεται με τους κανόνες, να σέβεται το διεθνές δίκαιο».
Για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, ο Ν. Παναγιωτόπουλος υπογράμμισε ότι είναι πάντοτε θετικό «να υπάρχουν δίαυλοι επικοινωνίας». Τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, όπως είπε, είναι
«ένα κανάλι διαλόγου και περιλαμβάνουν μέτρα χαμηλής έντασης αλλά σοβαρής προστιθέμενης αξίας για την εμπέδωση εμπιστοσύνης». Ωστόσο, συνέχισε ο Ν. Παναγιωτόπουλος, «ο διάλογος για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης καθίσταται ατελέσφορος όταν έχουμε υπερπτήσεις στο Αιγαίο».
«Ο επόμενος γύρος πιθανότατα θα διεξαχθεί προς το τέλος Μαΐου» πρόσθεσε ο Έλληνας υπουργός ενώ ξεκαθάρισε ότι ακόμη «δεν έχει προσδιοριστεί αν θα γίνει με φυσική παρουσία ή μέσω τηλεδιάσκεψης».