Μιλώντας στο πλαίσιο διαδικτυακής εκδήλωσης της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, με θέμα «Η διαχρονική αξία του Βυζαντινού Πολιτισμού, ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Προκόπιος Παυλόπουλος τόνισε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
«Στόχος των σκέψεων που ακολουθούν είναι η ανάδειξη της διπλής ιστορικής αλήθειας, ότι αφενός το Βυζάντιο δεν υπήρξε μέρος του Μεσαίωνα αλλά, όλως αντιθέτως, δίχως τον εν γένει Βυζαντινό Πολιτισμό δεν θα είχαμε φθάσει στην Αναγέννηση, τουλάχιστον στον χρόνο και υπό την μορφή, με την οποία συνιστά, διαχρονικώς, μια από τις βάσεις του όλου Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Και, αφετέρου, ο Βυζαντινός Πολιτισμός ήταν εκείνος, ο οποίος συνέβαλε τα μέγιστα ώστε οι αρχές και αξίες της Χριστιανικής Διδασκαλίας να καταστούν ο τρίτος βασικός πυλώνας του κοινού μας Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.
Α. Είναι ιδιαιτέρως εντυπωσιακό -έστω και αν η εξήγηση αυτού του φαινομένου δεν παρουσιάζει, ιστορικώς, ιδιαίτερη δυσκολία- ότι όταν πια η Βυζαντινή Αυτοκρατορία άρχισε ν’ ακολουθεί τροχιά παρακμής, η πνευματική και καλλιτεχνική ζωή στο Βυζάντιο, μ’ επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη όπου είχαν σωρευθεί πολλά οικονομικά μέσα και είχε εγκατασταθεί πλήθος διανοουμένων, έφθασε στο επίπεδο της μέγιστης ακμής της, ουσιαστικώς στο απόγειό της. Ήταν τότε, κατά την διάρκεια του 11ου αιώνα, όταν είδαν το φως έξοχα φιλολογικά έργα, τόσο στο πεδίο της πεζογραφίας όσο και σ’ εκείνο της ποίησης. Έργα τα οποία ανέτρεχαν, με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση, σε όλο το φάσμα της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματολογίας, με αντίστοιχη προσφυγή στα Αρχαία Ελληνικά, κυρίως μέσω πλειάδας παραπομπών στην κλασική φιλολογία της Αρχαίας Ελλάδας. Η παλιά «αντιπαλότητα» ανάμεσα στο Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα και στον Χριστιανισμό είχε περάσει, για πάντα, στο παρελθόν. Με τον τρόπο αυτόν, ο Βυζαντινός Πολιτισμός υπήρξε η «γέφυρα» η οποία, στηριζόμενη, όπως προεκτέθηκε, και στην αντηρίδα της Αρχαίας Ρώμης -κατ’ εξοχήν ως προς την οργάνωση του Κράτους και την καλλιέργεια της Νομικής Επιστήμης- επέτρεψε στο Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα να διατηρηθεί ακμαίο ως την Αναγέννηση, «μπολιάζοντας» ευεργετικά τα θεμελιώδη πολιτισμικά της χαρακτηριστικά. Παράλληλη -βεβαίως τηρουμένων των σχετικών αναλογιών- ήταν και η διαδρομή της Τέχνης στο Βυζάντιο, με πιο χαρακτηριστικό πλαίσιο εκείνο της ζωγραφικής: Η νατουραλιστική τεχνοτροπία ακολούθησε πιστά τα κλασικά πρότυπα, ενώ η σταδιακή της εξέλιξη έδωσε την δυνατότητα να διαμορφωθούν πολυάριθμες «τοπικές» σχολές ζωγραφικής, όπως π.χ. στην Κρήτη. Σπάνιας τέχνης ζωγραφικά έργα και ψηφιδωτά, με ολοένα και πιο έντονο τον «κοσμικό» τους χαρακτήρα, πέρασαν γρήγορα τα στενά όρια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και επηρέασαν την Τέχνη στην Δύση. Όταν, λοιπόν, η τουρκική κατάκτηση σήμανε το οριστικό τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η ανεκτίμητη πνευματική και καλλιτεχνική συνεισφορά της είχε ήδη «μετακενωθεί» στην Δύση, θέτοντας τις βάσεις για την «ανατολή» της Αναγέννησης.
Β. Με τον τρόπο αυτό γίνεται φανερό, ότι οι ρίζες του Ευρωπαϊκού και του εν γένει Δυτικού Πολιτισμού φυτρώνουν πάντα στο απαράμιλλο, από πλευράς έμπνευσης και δημιουργίας, έδαφος του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού. Όμως, πρέπει ν’ αναλογιζόμαστε και το ότι δίχως την σημαντική συμβολή της Αρχαίας Ρώμης, της κρατικής της δομής και των πολιτισμικών της προεκτάσεων, ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός και το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα δεν θα είχαν βρει το όχημα, πάνω στο οποίο ταξίδεψαν για πέντε, τουλάχιστον, αιώνες. Κι ακόμη περισσότερο, όλο αυτό το, μοναδικό στην ιστορία της Ανθρωπότητας, πολιτισμικό αμάλγαμα θα είχε σβήσει και θ’ αποτελούσε ένα -έστω και τεράστιας αξίας- «απολίθωμα» πάνω στο οικοδόμημα του Παγκόσμιου Πολιτισμού, χωρίς την τελική σφραγίδα που του εναπέθεσε το Βυζάντιο και ο δικός του Πολιτισμός. Σφραγίδα, η οποία συντέθηκε από το τρίπτυχο του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος, των θεσμών και της έννομης τάξης της Αρχαίας Ρώμης και της Χριστιανικής Διδασκαλίας. Δηλαδή τους «κίονες», πάνω στους οποίους στηρίζεται και σήμερα το αέτωμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την προφητική «ομολογία» του Paul Valéry -ιδίως στο εμβληματικό δοκίμιό του «Ποιος είναι Ευρωπαίος» (1924), ήτοι Homo Europaeus- αλλά και την άκρως ανθρωπιστική οξυδέρκεια των Ιδρυτών της. Μέσ’ από αυτές τις πολιτισμικές του καταβολές, το Ευρωπαϊκό Ιδεώδες υπηρετεί τις αρχές και τις αξίες του Ανθρωπισμού, της Αλληλεγγύης, της Ειρήνης και της Δικαιοσύνης, μ’ έμφαση στον άξονα της Κοινωνικής Δικαιοσύνης. Είναι δε ιδίως αυτές οι αρχές και αξίες, οι οποίες δίνουν στην Ευρωπαϊκή μας Οικογένεια, την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα εφόδια για να διαδραματίσει τον πλανητικό ρόλο που της αναλογεί και που της αρμόζει, μέσα στους ταραγμένους καιρούς μας, όπου κρίνεται το μέλλον του Ανθρώπου και της Ανθρωπότητας εν γένει.
Γ. Αυτό τον Πολιτισμό πρέπει να υπερασπισθούμε ιδίως σήμερα, στο πλαίσιο της Μεγάλης Ευρωπαϊκής μας Οικογένειας, έναντι όσων επιβουλεύονται το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα και τις πολιτισμικές του καταβολές. Και με βάση τις παρακαταθήκες του Πολιτισμού αυτού πρέπει να στείλουμε, urbi et orbi, το μήνυμα ότι, εμείς οι Έλληνες, είμαστε κατ’ εξοχήν υπέρμαχοι της Ειρήνης και της Φιλίας μεταξύ των Λαών. Είμαστε όμως, όπως είναι αυτονόητο, εξίσου υπέρμαχοι αλλά και ανυποχώρητοι εγγυητές, έναντι πάντων, του πραγματικού θεμελίου της Ειρήνης, που δεν είναι άλλο από τον πλήρη και ειλικρινή σεβασμό της Διεθνούς και της Ευρωπαϊκής Νομιμότητας, στο σύνολό τους.
Αυτό το μήνυμα είναι εξαιρετικά επίκαιρο ιδίως δε στις μέρες μας, όταν η Τουρκία παραβιάζει, κατά συρροήν και κατ’ εξακολούθηση, το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, επιβουλευόμενη ευθέως την Κυριαρχία μας και περιφρονώντας επιδεικτικώς την Διεθνή Κοινότητα και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια Τουρκία η οποία, επιπροσθέτως, καθίσταται τόσο περισσότερο επικίνδυνη για την Δημοκρατία και τον Πολιτισμό, όσο βυθίζεται, κυριολεκτικώς, στο τέλμα του σουνιτικού φονταμενταλισμού για να διεκδικήσει «ηγετικό» ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Μέση Ανατολή. Ως προς το ότι ο σουνιτικός φονταμενταλισμός της Τουρκίας βάλλει ευθέως κατά του Πολιτισμού γενικώς, μαρτυρούν αψευδώς και αμαχήτως ιδίως οι πρόσφατες βάρβαρες πολιτισμικές βεβηλώσεις της Αγίας Σοφίας και της Μονής της Χώρας».