Ο Στέφανος Κασσελάκης δήλωσε ότι θα σεβαστεί το ποσοστό που θα δώσει ο κόσμος στις ευρωεκλογές, αλλά δεσμεύτηκε ότι δεν θα σταματήσει. «Στόχος μου είναι να αλλάξω τη χώρα», σημείωσε, κατά την διάρκεια συνέντευξής.
Παράλληλα, κάλεσε τον κόσμο να στείλει ένα μήνυμα για την «αλαζονεία του 41%», ενώ τόνισε πως είμαστε στον «πάτο» της Ευρώπης γιατί «έχουμε πρόβλημα στο πολιτικό μας σύστημα» και χρειαζόμαστε «μια νέα σχέση πολιτικών και πολιτών».
Στο πλαίσιο αυτό, μιλώντας στο Star κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι λέει «ψέμματα» και αναφέρθηκε συγκεκριμένα στην «μονταζιέρα» για το «μπάζωμα στα Τέμπη», στις προεκλογικές υποσχέσεις για «μειώσεις φόρων», κ.α.
Όσον αφορά την υπόθεση των Τεμπών, κάλεσε τον πρωθυπουργό να απαντήσει δημόσια στο κατηγορητήριο του ΣΥΡΙΖΑ, αντί να προσπαθεί να την μετατρέψει σε «κοινοβουλευτικό παιχνίδι», ενώ, αναφερόμενος στο επεισόδιο με την κόρη του Νίκου Πλακιά, πατέρα θυμάτων στα Τέμπη, και την φρουρά του πρωθυπουργού, τόνισε: «Εγώ δε θα συμπεριφερόμουν ποτέ έτσι σε οικογένειες θυμάτων».
Για τα στοιχεία του πληθωρισμού
Ερωτηθείς σχετικά με τα βελτιωμένα στοιχεία που παρουσίασε σήμερα η κυβέρνηση για τον πληθωρισμό, σχολίασε πως αυτά δεν απαντάνε στο γιατί ελληνικά προϊόντα πουλιούνται φθηνότερα σε χώρες του εξωτερικού. Υπογράμμισε πως στην Ελλάδα δε λειτουργεί η ελεύθερη αγορά γιατί υπάρχουν «ολιγοπώλια» και «η επιχειρηματικότητα είναι πάρα πολύ δύσκολη».
Κατηγορώντας και πάλι την κυβέρνηση για «προπαγάνδα» και «ψέματα», τόνισε πως τα μέτρα του ΣΥΡΙΖΑ, θα έδιναν μια «ανάσα» στην οικονομία 2,7 δισ. και τα έσοδα θα ήταν 3,2 δισ. από τα «αντίβαρα» που αφορούν κυρίως τα ολιγοπώλια των τραπεζών. Επιπρόσθετα, τόνισε πως το πλαφόν στα κέρδη των εταιριών ενέργειας δεν κοστίζει τίποτα στον προϋπολογισμό, ενώ θα είναι σα «φοροαπαλλαγή» για τους πολίτες.
«Προοδευτική πολιτική»
Κληθείς να σχολιάσει τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν ωστόσο την κυβέρνηση να βρίσκεται ψηλά, απάντησε: «Η γενιά μου εκδιώχθηκε από αυτήν τη χώρα και δε γυρνάει λόγω της αναξιοκρατίας και εμείς μιλάμε για δημοσκοπήσεις και προπαγάνδα».
Διερωτήθηκε, επίσης, πώς πληρώνει η ΝΔ τις «διαφημίσεις», αφήνοντας αιχμές για «μαύρο πολιτικό χρήμα» και τονίζοντας πως η «ανοσία» σε αυτό είναι «επικίνδυνη». Αντέκρουσε την κριτική περί μηδενιστικής ρητορικής, σημειώνοντας πως ο ΣΥΡΙΖΑ προωθεί μια «προοδευτική πολιτική» και αναγνωρίζει πω το 20% της κοινωνίας ευημερεί, ωστόσο το υπόλοιπο 80% «αγκομαχά».
Εξέφρασε, δε, την πεποίθηση ότι θα μεταφραστεί αυτό σε ψήφους, όσο ο κόσμος τον γνωρίζει και γνωρίζει το ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ, που είναι το μοναδικό που αποφασίστηκε από την «κοινωνική βάση» και όχι σε γραφεία προέδρων. Έκανε λόγο για «ένα κίνημα διαφορετικό από τα άλλα, βαθιά ριζωμένο κοινωνία που δεν εξαρτάται από συμφέροντα».
Επιπλέον, αντέκρουσε και την κριτική περί «lifestyle πολιτικής», τονίζοντας ότι έχει «απέναντι» ένα «σύστημα προπαγάνδας» και ότι θα χρησιμοποιεί όποιο μέσο έχει στη διάθεσή του για να επικοινωνήσει με τον με τον κόσμο, ενώ επιτέθηκε τόσο στο ΠΑΣΟΚ όσο και στη Νέα Αριστερά.
Μετά τις ευρωεκλογές το κυβερνητικό πρόγραμμα
Προανήγγειλε ότι μετά τις ευρωεκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα ετοιμάσει ένα «ξεκάθαρο κυβερνητικό πρόγραμμα για όλα τα ζητήματα» και δε θα περιμένει να το κάνει λίγο πριν τις εκλογές, στο οποίο θα μπορεί ο κάθε πολίτης να απευθύνεται και ψηφιακά για να δει τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την περίπτωσή του.
Σε ό,τι αφορά τα εθνικά θέματα, άσκησε και πάλι κριτική στην κυβέρνηση για τη στάση της στο ζήτημα της μετατροπή της Μονής της Χώρας σε τζαμί, υπογράμμιζοντας την ανάγκη να υπάρχουν «ξεκάθαρες κόκκινες γραμμές» προτού φτάσουν οι δύο πλευρές στη Χάγη. Για τα μνημόνια με τη Βόρεια Μακεδονία επανέλαβε πως είναι θετικά για την Ελλάδα και ότι το γνωρίζει αυτό ο πρωθυπουργός, αλλά δεν ήθελε να το πιστώσει στο ΣΥΡΙΖΑ. Κάλεσε, δε, την κυβέρνηση αν επιθυμεί να αλλάξει την συμφωνία να απευθυνθεί στο «όμορο» κόμμα VMRΟ γιατί «σίγουρα θα συμφωνήσει».
Τέλος, εξέφρασε προβληματισμό για τα προβλεπόμενα υψηλά ποσοστά αποχής από τις ευρωεκλογές, σχολιάζοντας πως «η κοινωνία σε κάποιο βαθμό βρίσκεται σε παραίτηση». Ωστόσο, τόνισε πως η Ευρώπη πρέπει να «δώσει λύσεις» σε σοβαρά ζητήματα, όπως την αμυντική αυτονομία, το ευρωομόλογο, την πράσινη μετάβαση.