«Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στήριξε και στηρίζει την ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος των Ενόπλων Δυνάμεων, ιδίως στις μέρες μας, δεδομένης της κλιμάκωσης της τουρκικής επιθετικότητας, στη βάση όμως μιας εθνικής στρατηγικής που προασπίζει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και λαμβάνει υπόψιν τις οικονομικές και κοινωνικές αντοχές της χώρας», υποστηρίζει με ανακοίνωσή της η Κουμουνδούρου.
Στο πλαίσιο αυτό, όπως αναφέρει, «η αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία, όπως και η ενίσχυση του Πολεμικού Ναυτικού με φρεγάτες Belharra, είναι επί της αρχής στρατηγικά ορθές επιλογές, που έχει ήδη η χώρα από το 2018».
Προσθέτει, ωστόσο, ότι αυτές τις επιλογές «θα κληθούμε να τις πληρώσουμε πανάκριβα, εξαιτίας των παλινωδιών και της έλλειψης στρατηγικής τής κυβέρνησης Μητσοτάκη».
Ο ΣΥΡΙΖΑ υπενθυμίζει, στην ανακοίνωσή του, ότι μετά τις εκλογές και ειδικά το καλοκαίρι 2020, ενόψει της κρίσης με το ερευνητικό Oruc Reis, «παρότρυνε» – όπως αναφέρει – την κυβέρνηση να ολοκληρώσει τις σχετικές διαπραγματεύσεις «που ξεκίνησαν επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, μεταξύ άλλων και στο πλαίσιο μιας λογικής ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας».
Ωστόσο, διευκρινίζει, «οι κυβερνητικές παλινωδίες και οι εξοπλιστικές αγορές που ακολούθησαν, όχι μόνο άφησαν τη χώρα χωρίς αμυντική και διπλωματική στήριξη το φθινόπωρο του 2020, αλλά έχουν σήμερα φουσκώσει υπέρμετρα τον λογαριασμό για μια υπερχρεωμένη χώρα όπως η Ελλάδα, βάζοντάς μας σε μια κούρσα εξοπλισμών που ξεπερνά τα 10 δισ. ευρώ».
Σημειώνει, μάλιστα, η Κουμουνδούρου πως ακούγεται πάντοτε «πολύ ευχάριστο» να ενισχύουμε με νέα όπλα την άμυνά μας, προσθέτοντας με νόημα: «όπως ακουγόταν ευχάριστο, ακόμη και την εποχή των μεγάλων εξοπλιστικών σκανδάλων».
Η εθνικά υπεύθυνη στάση όμως και η πατριωτική μας ευθύνη, μας υποχρεώνει, πέρα από ευχάριστοι να είμαστε και εθνικά ωφέλιμοι, τονίζει εξηγώντας πως αυτό σημαίνει να θέτουμε προτεραιότητες και να κινούμαστε στο πλαίσιο «ενός εθνικού σχεδιασμού και στρατηγικής με αρχή, μέση και τέλος».
Σε αυτό το πλαίσιο αναρωτιόμαστε, αναφέρει, πέρα από τις αναγκαίες για το Πολεμικό μας Ναυτικό φρεγάτες και τον αναγκαίο για την Πολεμική μας Αεροπορία εκσυγχρονισμό των F16, «οι άλλες εξοπλιστικές επιλογές κατά πόσο αποτελούν προτεραιότητα και κατά πόσο υπερβαίνουν το όριο των δαπανών μας σε σχέση με τις αντοχές της οικονομίας μας;».
«Κατά πόσο αποτελούσαν προτεραιότητα οι επενδύσεις σε εξοπλιστικά όπως τα επιπλέον Rafale, για τα οποία δεν γνώριζε ούτε καν η ηγεσία της Πολεμικής Αεροπορίας, η επέκταση του εκσυγχρονισμού επιπλέον F16 ή η σκανδαλωδώς πανάκριβη συμφωνία με το Ισραήλ για το κέντρο εκπαίδευσης στην Καλαμάτα;», συνεχίζει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επισημαίνει πως, «ως δύναμη ευθύνης θα συμβάλλει ώστε να βρεθούν οι βέλτιστες λύσεις για την ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά θα είναι ταυτόχρονα απέναντι:
Σε εξοπλιστικές δαπάνες, που δεν είναι απολύτως απαραίτητες και επιβαρύνουν δυσβάσταχτα τις επόμενες γενιές μιας ήδη υπερχρεωμένης χώρας, όπως η πατρίδα μας.
Σε οποιεσδήποτε συμφωνίες δεν έχουν απτά διπλωματικά και αμυντικά οφέλη για τη χώρα μεταξύ άλλων και για την ενίσχυση της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας, που έχει αφεθεί τα τελευταία δυο χρόνια σε τροχιά διάλυσης.
Σε αδιαφανείς διαδικασίες, που τόσο έχουν κοστίσει στη χώρα στο παρελθόν».
Και καταλήγει πως θα ελέγξει και το τελευταίο ευρώ δημόσιων πόρων, που θα διαχειριστεί «μια κυβέρνηση με πρωτοφανές έλλειμμα εμπιστοσύνης στη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών».