«Θετική εξέλιξη» χαρακτηρίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής τη χθεσινή έξοδο της Ελλάδας στις αγορές, εκτιμώντας μάλιστα, ότι «μπορεί να έχει συνέχεια, υπό προϋποθέσεις».
Στην τριμηνιαία έκθεσή τους, οι οικονομολόγοι του Γραφείου Προϋπολογισμού υπογραμμίζουν ότι η οικονομία άντεξε για να προσθέσουν ότι «η οικονομία της χώρας δεν βρίσκεται πλέον σε ύφεση. Ανακάμπτει και αυτό είναι, κατ΄ αρχάς, θετικό».
Για το 2017 προβλέπουν ο ρυθμός ανάπτυξης να διαμορφωθεί στα επίπεδα του 1,5-1,6%, μικρότερος του προβλεπόμενου στον κρατικό προϋπολογισμό μερικούς μήνες πριν. Ωστόσο, θεωρούν ότι η διαφαινόμενη ανάκαμψη είναι εύθραυστη και θα διακοπεί αν η χώρα εγκαταλείψει το μονοπάτι των μεταρρυθμίσεων ενώ το ίδιο θα συμβεί αν υπάρξει πολιτική αστάθεια.
Την ίδια ώρα, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής επισημαίνει ότι αν δεν υπάρξουν άλλες εμπλοκές -σε σχέση με την εφαρμογή της β' και την ολοκλήρωση της γ' αξιολόγησης- η άρση της αβεβαιότητας θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των καταθετών στο τραπεζικό σύστημα και θα οδηγήσει στην άρση όλων των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Σε ότι αφορά την έξοδο στις αγορές, το Γραφείο Προϋπολογισμού χαιρετίζει την έκδοση του 5ετούς ομολόγου κάνοντας λόγο για ένα «θετικό βήμα» προς τη διαχείριση της οικονομικής κρίσης. Παράλληλα, ερμηνεύει την απόφαση της κυβέρνησης για έξοδο στις αγορές ως δήλωση πρόθεσης εκπλήρωσης των τρεχουσών συμφωνιών.
«Αν συμβεί αυτό, θα έχουμε μια καμπή στη διαχείριση της οικονομίας και στις οικονομικές επιδόσεις. Αν όχι, τότε θα υπάρξουν παλινδρόμηση σε συνθήκες ύφεσης, κοινωνικές εντάσεις και δυσκολίες στη χρηματοδότηση από τις αγορές»σπεύδει να επισημάνει.
Την ίδια ώρα, εκτιμά ότι η χθεσινή έξοδος στις αγορές θα έχει συνέχεια, εφόσον:
συνεχιστεί η δημοσιονομική σταθερότητα, ώστε η πίεση των τόκων από τις αγορές να μην οδηγήσει στο φαύλο κύκλο ελλειμμάτων, ύφεσης, πολιτικής αστάθειας
διασφαλισθεί η οικονομική μεγέθυνση με διάρκεια πράγμα που συνυφαίνεται με την εφαρμογή του Μνημονίου και κυρίως των μεταρρυθμίσεων,
επιτευχθεί κοινωνική σταθερότητα και συνοχή με θεραπείες των ανισοτήτων, της ανεργίας, της φτώχειας και διασφάλιση ενός θεσμικού πλαισίου υγιούς επιχειρηματικού ανταγωνισμού και προστασίας της εργασίας διατηρηθεί η πολιτική σταθερότητα με όσο το δυνατό ευρύτερη πολιτική συναίνεση.
Με τη δεύτερη αξιολόγηση δεν τέλειωσε η προσαρμογή
Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης παρά την καθυστέρησή της, θα έπρεπε λογικά να βελτιώσει την ψυχολογία στην οικονομία. Γεγονός είναι ότι η πορεία του Χρηματιστηρίου Αθηνών ξεπέρασε τις 800 μονάδες, πράγμα που δείχνει εκ πρώτης όψεως ότι αυξάνεται η εμπιστοσύνη για την πορεία της οικονομίας.
Όμως, η θετική επίπτωση της συμφωνίας του Ιουνίου 2017 μπορεί να αποδειχθεί πάλι πρόσκαιρη (όπως το 2014) αν η κυβέρνηση στείλει αντιφατικά μηνύματα για την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής και συγκεκριμένα, αν δεν προχωρήσει άμεσα η εφαρμογή των 113 δράσεων του «συμπληρωματικού μνημονίου και της συμφωνίας με το ΔΝΤ που αποτυπώνεται στο letter of intent που απέστειλε η ελληνική κυβέρνηση στο Ταμείο αιτούμενη τη χρηματοδοτική του σύμπραξη.
Προσθέτουμε ότι η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης από τους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς άφησε εκκρεμότητες και ασάφειες. Η σπουδαιότερη είναι ότι το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους από πλευράς ΕΕ παραπέμφθηκε στο τέλος του προγράμματος. Παρά τις όποιες διαρροές, παραμένει ασαφές με ποιο τρόπο θα εκπληρώσει η ευρωπαϊκή πλευρά τη δέσμευσή της για ελάφρυνση του χρέους ή και αν θα ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του ΔΝΤ.
Ακόμα, όπως σημειώσαμε νωρίτερα, προβλέπονται στα κείμενα τέσσερις πρόσθετες αξιολογήσεις – τον Οκτώβριο 2017, τον Ιανουάριο, τον Απρίλιο και Ιούλιο 2018 και μια τελική αποτίμηση του προγράμματος τον Αύγουστο 2018. Οι επόμενες αξιολογήσεις θα φέρουν στην επιφάνεια θέματα που εκκρεμούν από καιρό, όπως το ρυθμιστικό σύστημα των εργασιακών σχέσεων και μπορούν να προκαλέσουν ισχυρές αντιδράσεις.
Ελπίζουμε ότι η τρίτη αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί το ταχύτερο δυνατό και θα αποφευχθούν καθυστερήσεις των προηγούμενων διαπραγματεύσεων που επηρέασαν αρνητικά την οικονομία.
Η τρίτη αξιολόγηση (και οι επόμενες) ως το 2018
Με την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης δεν τελειώνει το μονοπάτι εφαρμογής του τρίτου προγράμματος προσαρμογής (=Μνημονίου) και η ομαλή εκταμίευση των προβλεπόμενων δόσεων της τρέχουσας δανειακής σύμβασης γιατί ακολουθεί αμέσως μετά η τρίτη αξιολόγηση προόδου (Οκτώβριος 2017), που αν ερμηνεύσουμε το Μνημόνιο κατά γράμμα και μετά τις καθυστερήσεις των προηγούμενων, θα πρέπει να τελειώσει σε ασφυκτικά σύντομο χρονικό διάστημα. Ακολουθούν άλλες τρεις.
Αυτό σημαίνει πιθανόν ότι ο πολιτικός χρόνος για το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης και των επόμενων θα είναι σαφώς πιο περιορισμένος σε σχέση με τον πολιτικό χρόνο των προηγούμενων δύο αξιολογήσεων.
Η επόμενη αξιολόγηση περιλαμβάνει (πέραν των τυχόν εκκρεμοτήτων μεταξύ άλλων στην ενέργεια, στην εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ και στις ιδιωτικοποιήσεις) μόνο φαινομενικά εύκολα ζητήματα. Μεταξύ των παρεμβάσεων που πρέπει να υλοποιηθούν, ώστε να ολοκληρωθεί επιτυχώς το πρόγραμμα, είναι η ευθυγράμμιση των αντικειμενικών αξιών με τις τιμές αγοράς έως τον Δεκέμβριο, οι νέες αλλαγές στο καθεστώς του ΦΠΑ, η αλλαγή στον συνδικαλιστικό νόμο ώστε οι απεργίες να προκηρύσσονται με το 50% των εργαζομένων, η πλήρης ανατροπή του χάρτη των κοινωνικών επιδομάτων, καθώς και το άνοιγμα όσων επαγγελμάτων παραμένουν ακόμη κλειστά.
Επίσης, αυξάνονται οι ώρες διδασκαλίας για τους δασκάλους και τους καθηγητές, αλλάζουν οι όροι χορήγησης των αναπηρικών και των οικογενειακών επιδομάτων, ενώ ορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για την κινητικότητα στο Δημόσιο, καθώς και την επιλογή προϊσταμένων.
Πιθανόν μάλιστα οι δυσκολίες εκπλήρωσης των ελληνικών δεσμεύσεων θα είναι μεγαλύτερες καθώς θα εισέλθουμε στο όγδοο έτος δοκιμασίας της οικονομίας.
Στους 8 μήνες η μέση διάρκεια των διαπραγματεύσεων
Πρέπει εδώ να παρατηρήσουμε ότι το ιστορικό προηγούμενο της χώρας μας αναφορικά με τις αξιολογήσεις, δεν είναι θετικό. Οι διαπραγματεύσεις καθυστερούσαν όλο και περισσότερο. Αντλώντας στοιχεία από τη βάση δεδομένων του ΔΝΤ,μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι το 2010 η μέση διάρκεια των διαπραγματεύσεων ήταν 1,5 μήνας, το 2011 ανέβηκε σε 3 μήνες, το 2012 και το 2013 αυξήθηκε σε 4,5 μήνες, το 2014 εκτινάχθηκε στους 9,7 μήνες και, σήμερα, κυμαίνεται περί τους 8 μήνες. Είναι στην ευχέρεια της κυβέρνησης να πραγματοποιήσει μια «ρήξη» με το κακό ιστορικό παρελθόν.
Πέρα από το θέμα του χρόνου, σημαντική είναι και η πολιτική βούληση της κυβέρνησης να ενστερνιστεί τα μέτρα του μνημονίου και να υλοποιήσει τα 113 προαπαιτούμενα.