Ο τέως πρόεδρος της Βουλής, Νίκος Βούτσης, σε συνέντευξή του στο «Έθνος της Κυριακής» υπό τον τίτλο «Η ΝΔ ανοίγει τον δρόμο σε ένα νέο ιδιότυπο μνημόνιο», διαβλέπει προφανή έλλειψη στρατηγικής διεκδίκησης έναντι των θεσμών, εκ μέρους της ΝΔ «και ισχυρή διακινδύνευση να ακυρωθούν οι οικονομικές προβλέψεις και οι στόχοι που ευελπιστούσε ότι θα αποτυπωθούν και στο προσχέδιο του προϋπολογισμού για το ’20».
Ο βουλευτής Α’ Αθηνών του ΣΥΡΙΖΑ εκτιμά πως «μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να οδηγήσει σε νέα, εντελώς αρνητικά για την κοινωνία μέτρα, σε ένα νέο ιδιότυπο μνημόνιο έμπνευσης ΔΝΤ, επειδή ακριβώς έτσι στρώνουν τον δρόμο -ως μονόδρομο μάλιστα- οι μέχρι τώρα νεοφιλελεύθερες εξαγγελίες και πρακτικές της κυβέρνησης».
Αποτιμώντας το πρώτο διάστημα διακυβέρνησης της ΝΔ, τονίζει πως δεν θεωρεί υπερβολή «να μιλήσουμε για “Αποκάλυψη τώρα”. Όλες οι νομοθετικές πρωτοβουλίες και ο δημόσιος λόγος που αναπτύχθηκαν αυτόν τον κρίσιμο μήνα διαμορφώνουν ένα τοπίο με προφανείς νοοτροπίες θεσμικού αυταρχισμού, πολιτικές με κύριο πρόσημο τη συντηρητική κοινωνική αναδίπλωση, ιδιαίτερα στα εργασιακά ζητήματα, με πρόδηλη επιφανειακή επικοινωνιακή διαχείριση των θεμάτων και με νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις ανάμεικτες ακόμα και με μείγμα θρησκοληψίας, εκδικητικών πολιτικών τάσεων και μέτρων οικοδόμησης σκληρού κομματικού κράτους με τον μανδύα της “επιτελικής λειτουργίας”».
Στο ερώτημα σχετικά με το ποιες πρωτοβουλίες θα πρέπει να λάβει ο ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να δημιουργήσει τη δική του πολιτική ατζέντα, απαντά: «Η κοινωνική ατζέντα με επίκεντρο τη διαφύλαξη των εγγυήσεων για την εργασία και τους κρίσιμους τομείς της Παιδείας, της Υγείας, της Ασφάλισης και των θεμελίων του κοινωνικού κράτους που έθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν την καρδιά της προγραμματικής πολιτικής από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης».
Απαντώντας σε άλλη ερώτηση, εκτιμά πως «η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, κατά κοινή πλέον πεποίθηση που εμπεδώνεται καθημερινά μέσα στην κοινωνία, έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια, με την κοινωνία όρθια και την οικονομία ισχυρή. Σημειώνω ιδιαίτερα την αναγνώριση της ιστορικής Συμφωνίας των Πρεσπών ακόμα και από τη σημερινή κυβέρνηση που ως αντιπολίτευση κατέγραψε το ολίσθημα μιας τακτικίστικης και ακροδεξιάς πολιτικής γι’ αυτήν την εκκρεμότητα».
Τέλος, σημειώνει πέντε παράγοντες σε αυτό το «άκρως πολιτικό, με οργανωτικές βεβαίως διαστάσεις, ζήτημα της επείγουσας ανάγκης για “αντιστοίχιση” του ΣΥΡΙΖΑ με τη διαχρονική πλέον ισχυρή εκλογική του επιρροή».
«Πρώτον, έχουμε ευθύνη για να ξαναμπούν στην ενεργό πολιτική και τις προσεχείς εκλογικές αναμετρήσεις τουλάχιστον ενάμισι εκατομμύριο πολίτες που την τελευταία δεκαπενταετία απέχουν σταδιακά ή κατά περίπτωση από τις εκλογές.
Δεύτερον, έχουμε πολύ μεγάλη ευθύνη για την αναθεμελίωση των μαζικών κοινωνικών κινημάτων.
Τρίτον, πρέπει να αναλάβουμε επίσης την ευθύνη μας για την πολιτισμική ανασυγκρότηση και την ενθάρρυνση όλων των εστιών δημιουργίας που γεννήθηκαν και επιβίωσαν μέσα στην κρίση.
Τέταρτον, να πάψουμε να φτωχαίνουμε αυτήν την πλούσια και δημιουργική συζήτηση που αφορά προφανώς και στο μέλλον μιας μαζικής, ανοικτής και ισχυρής ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ και της σύγχρονης προοδευτικής παράταξης, με ρηχές αναλύσεις περί πασοκοποίησης και περί “δανεικών ψήφων”. Γιατί βεβαίως μέσα σε αυτόν τον πυκνό πολιτικό χρόνο από το ’12 μέχρι σήμερα μεγάλο τμήμα του λαού μας ανέδειξε σε δύναμη κυβερνητικής ευθύνης μέσα σε συνθήκες μιας ιστορικά δραματικής οικονομικής-κοινωνικής κρίσης, σε κάθε αφορμή που του δόθηκε, την εκλογική επιλογή ΣΥΡΙΖΑ και της ευρύτερης Προοδευτικής Συμμαχίας, καθώς και τον ιδιαίτερο ρόλο που επωμίστηκε ως πρόεδρος και πρωθυπουργός ο Αλέξης Τσίπρας. Ως επιλογή μακράς πλέον πνοής και αναδιαμόρφωσης μιας νέας πολιτικής παράδοσης με την Αριστερά, κύρια εναλλακτική πρόταση απέναντι στη Δεξιά.
Πέμπτο και προφανές, χρειάζεται μια τολμηρή πολιτική συγκλίσεων και συνεργασιών, σε κλίμακα Ευρώπης και στη χώρα μας, με τις δυνάμεις της πολιτικής οικολογίας και τις δυνάμεις σοσιαλδημοκρατικής έμπνευσης που οριοθετούνται από τις νεοφιλελεύθερες επιλογές».