Μια πρόσφατη έρευνα της Mckinsey σε 40 χώρες που αφορά στις αλλαγές της συμπεριφοράς των καταναλωτών λόγω COVID-19 έδειξε ότι οι περισσότεροι αναμένουν μείωση στο εισόδημα τους και κατά συνέπεια στα έξοδά τους για αγορές προϊόντων (υλικών αγαθών/υπηρεσιών).
Οι καλοκαιρινές διακοπές υπήρξαν ανέκαθεν ένα αναπόσπαστο κομμάτι του τρόπου ζωής των Ελλήνων και μια περίοδος που όλοι προσμένουν με ανυπομονησία. Η επιβολή αυστηρών περιοριστικών μέτρων στην εργασιακή και κοινωνική ζωή της χώρας μας λόγω COVID-19 αναμένεται να αλλάξει σημαντικά και αυτή τη συνήθεια επηρεάζοντας σε μεγάλο βαθμό την καταναλωτική συμπεριφορά των Ελλήνων και τις διακοπές τους το ερχόμενο καλοκαίρι.
Καθώς η σταδιακή άρση των περιορισμών μετακίνησης (τουλάχιστον στο εσωτερικό της χώρας) έχει μόλις δρομολογηθεί, ένα σημαντικό ερώτημα που τίθεται είναι το κατά πόσο οι Έλληνες θα κάνουν διακοπές φέτος και υπό ποιες συνθήκες αυτές θα πραγματοποιηθούν; Πως θα διαμορφωθεί η τουριστική τους συμπεριφορά λόγω COVID-19;
Τα ερωτήματα αυτά προσπάθησε να απαντήσει διαδικτυακή έρευνα του Εργαστηρίου Μάρκετινγκ MARLAB του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Η έρευνα διεξήχθη διαδικτυακά το χρονικό διάστημα 23-25 Απριλίου 2020 με την επιστημονική ευθύνη της Διευθύντριας του MARLAB, Καθηγήτριας, κα Ροδούλας Τσιότσου και τους ερευνητικούς συνεργάτες-μέλη, κα Νικολέττα Σιαμάγκα, Επίκουρη Καθηγήτρια του ΑΠΘ, και κο Αχιλλέα Μπούκη, Λέκτορα του πανεπιστημίου του Sussex.
Η έρευνα είχε σκοπό να καταγράψει τις προθέσεις και τις προτιμήσεις των Ελλήνων σε ότι αφορά τις καλοκαιρινές τους διακοπές για φέτος και να αποτυπώσει τις τάσεις στον εσωτερικό τουρισμό για το καλοκαίρι που έρχεται. Στη συνέχεια, σας παρουσιάζουμε μερικά ενδιαφέροντα αποτελέσματα που προέκυψαν από την έρευνα αυτή. Σε γενικές γραμμές, θα μπορούσαμε να πούμε ότι προκύπτουν τα εξής βασικά συμπεράσματα:
Σχεδόν οι μισοί Έλληνες (47%) σχεδιάζουν να κάνουν διακοπές φέτος το καλοκαίρι και συγκεκριμένα το μήνα Αύγουστο (65%)
Η Ελλάδα είναι ο κύριος τόπος διακοπών για τους Έλληνες φέτος (90%) ενώ τα ξενοδοχεία θα είναι η κύρια διαμονή τους (46%)
Οι μισοί Έλληνες (50%) θεωρούν ότι θα ξοδέψουν τα ίδια ποσά για τις καλοκαιρινές διακοπές τους όπως και πέρυσι.
Αποτελέσματα της έρευνας
Στο ερώτημα αν σχεδιάζουν να κάνουν διακοπές φέτος το καλοκαίρι το 47% απάντησε Ναι, το 34% απάντησε ότι δεν έχει αποφασίσει ακόμα ενώ το 19% απάντησε Όχι. Οι κύριοι λόγοι για τους οποίους δεν θα κάνει διακοπές το 19% του δείγματος, είναι λόγω έλλειψης χρημάτων (36%), λόγω κορονοϊού (32%), και λόγω φόρτου εργασίας (22%).
Το 90% του δείγματος επιλέγει αποκλειστικά την Ελλάδα ως τουριστικό προορισμό του καλοκαιριού, το 7% επιλέγει την Ελλάδα και το εξωτερικό ενώ μόνο το 3% επιλέγει το εξωτερικό. Σχετικά με το ποια χρονική περίοδο θα κάνει διακοπές, το 25% δήλωσε τον Ιούλιο (20% το 2ο 15ήμερο του Ιουλίου), 65% θα κάνει διακοπές τον Αύγουστο και 10% δήλωσε ότι θα προτιμήσει τον Σεπτέμβριο για τις διακοπές του. Η διάρκεια των διακοπών τους θα είναι 4 ημέρες για το 5%, 5 ημέρες για το 17%, 6 ημέρες για το 3%, 7 ημέρες για το 14%, 10 ημέρες για το 12%, 15 ημέρες για το 9%, και 20 ημέρες για το 4%.
Σε ότι αφορά στη διαμονή τους, το 46% δηλώνει ότι θα μείνει σε ξενοδοχείο, το 14% σε σπίτι φίλων, το 29% στο εξοχικό ή πατρικό τους και το 19% σε Airbnb. Το 41% του δείγματος δήλωσε ότι θα ξοδέψει από 301-600 Ευρώ το άτομο για τις καλοκαιρινές διακοπές, το 35% θα ξοδέψει έως 300 Ευρώ, το 15% σκοπεύει να ξοδέψει από 601-900 Ευρώ ενώ το 8% θα ξεπεράσει τα 900 Ευρώ ανά άτομο. Το 50% θεωρεί ότι θα ξοδέψει περίπου τα ίδια χρήματα με πέρυσι για τις διακοπές του, το 33% θα ξοδέψει λιγότερα χρήματα, το 13% πολύ λιγότερα και μόνο το 4% σκοπεύει να ξοδέψει περισσότερα χρήματα.
ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΟΥ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ: Στο ερωτηματολόγιο απάντησαν 840 άτομα εκ των οποίων το 31% ήταν άντρες και το 69% γυναίκες. Σε ότι αφορά στην ηλικία, το 62% του δείγματος ήταν ηλικίας 20-40 ετών, το 34% ήταν μεταξύ 41-65 ετών, και το υπόλοιπο 4% ήταν κάτω των 20 ετών. Το 41% του δείγματος ήταν έγγαμοι/ες, το 52% ήταν άγαμοι/ες, το 6% διαζευγμένοι/ες και το 1% χήροι/ες. Σε ότι αφορά στο εισόδημα, το 27% δήλωσε εισόδημα μικρότερο των 10.000 Ευρώ, το 34% μεταξύ 10.001 και 20.000 Ευρώ, το 21% μεταξύ 20.001 και 30.000 Ευρώ, το 11% μεταξύ 30.001 και 40.000 Ευρώ και το υπόλοιπο 7% μεγαλύτερο από 40.001 Ευρώ. Το δείγμα ήταν πανελλαδικό, προερχόμενο από 45 διαφορετικούς νομούς της χώρας.