Στην επικείμενη συνάντηση του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, με τον τούρκο πρόεδρο, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στρέφονται τα «βλέμματα» όλων. Ο κ. Μητσοτάκης έστειλε χθες ξεκάθαρο μήνυμα ότι για να υπάρξει θετική ατζέντα θα πρέπει η Τουρκία να συμμετάσχει με εποικοδομητικό τρόπο στον διάλογο και να σεβαστεί τους όρους που θέτει η ΕΕ.
Η συνάντηση των δύο ηγετών αναμένεται να πραγματοποιηθεί τη Δευτέρα, 14 Ιουνίου, στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, μιλώντας χθες στη σύνοδο των EU-Med7, τοποθέτησε το πλαίσιο εντός του οποίου η συζήτηση με τον Τούρκο πρόεδρο θα μπορούσε να οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα. «Είμαστε πάντα ανοιχτοί σε μια θετική ατζέντα, αλλά κατά τρόπο σταδιακό, αναλογικό και αναστρέψιμο. (…) Και αυτό, φυσικά, υπό την προϋπόθεση ότι η τρέχουσα αποκλιμάκωση θα διατηρηθεί και ότι η Τουρκία θα συμμετάσχει με εποικοδομητικό τρόπο στον διάλογο και θα σεβαστεί τους όρους που θέτει η ΕΕ», σημείωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Σύμφωνα με πληροφορίες, για την κυβέρνηση το ραντεβού του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ταγίπ Ερντογάν είναι μια ευκαιρία για να γίνει το παραπάνω βήμα στις διμερείς σχέσεις που θα φέρει πιο κοντά τον βασικό στόχο: «ένα ήρεμο καλοκαίρι».
Όπως και η τελευταία επαφή του πρωθυπουργού με τον Τούρκο πρόεδρο, τον Δεκέμβριο του 2019, θα φιλοξενηθεί στο τερέν του ΝΑΤΟ.
Όταν, όμως, θα κλείσουν οι πόρτες στις πέντε η ώρα το απόγευμα της ερχόμενης Δευτέρας, θα είναι η πρώτη φορά που οι δυο ηγέτες θα συναντηθούν κατ΄ ιδίαν.
Είναι σαφές ότι εάν το πλαίσιο ήταν διαφορετικό και τα χρονικά περιθώρια δεν ήταν τόσο ασφυκτικά, τότε θα πραγματοποιείτο μια διευρυμένη συνάντηση.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα δώσει στον Ταγίπ Ερντογάν το μήνυμα ότι κλειδί για τη βελτίωση των σχέσεων είναι η αποκλιμάκωση έργων και λόγων και ότι η ένταση δεν είναι προς το συμφέρον κανενός.
Ο πρωθυπουργός θα πει στον Τούρκο πρόεδρο ότι η Ελλάδα είναι διατεθειμένη να στηρίξει μια θετική ατζέντα τόσο στις ελληνοτουρκικές, όσο και στις ευρωτουρκικές σχέσεις.
Θα του υπενθυμίσει όμως ότι η πρόοδος και στα δυο πεδία εξαρτάται από τη συμπεριφορά της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας και συνολικά στην Ανατολική Μεσόγειο.