Η ενδοοικογενειακή βία στην Ελλάδα δεν είναι ούτε νέο φαινόμενο ούτε μια κατάσταση που ξαφνικά «επέστρεψε». Είναι μια διαρκής πληγή, μια πανδημία πίσω από κλειστές πόρτες που συχνά αγνοείται. Όμως, τα φετινά στοιχεία δεν αφήνουν περιθώρια για παρερμηνείες. Η κατάσταση χειροτερεύει, και όσο παραμένουμε αδρανείς, γινόμαστε συνένοχοι.
Τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας προκαλούν σοκ. Μέσα σε δέκα μήνες, καταγράφηκαν:
18.427 περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, σχεδόν διπλάσια σε σύγκριση με τα 9.860 που σημειώθηκαν την ίδια περίοδο το 2023.15.571 γυναίκες θύματα, δηλαδή το 85% του συνόλου των περιστατικών.11.308 συλλήψεις δραστών, σημαντική αύξηση από τις 6.453 συλλήψεις το 2023.
Πολλοί θέλουν να αποδώσουν αυτή την αύξηση στην ευαισθητοποίηση των θυμάτων. «Έχουν ανοίξει τα στόματα», λένε. Όμως, αυτή είναι μόνο η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι ότι τα περιστατικά βίας αυξάνονται πραγματικά.
Η πανδημία, η οικονομική ανασφάλεια, η έλλειψη πρόληψης και η διατήρηση παρωχημένων αντιλήψεων για τη θέση της γυναίκας δημιουργούν ένα εκρηκτικό περιβάλλον. Όταν οι ίδιοι οι θεσμοί δεν μπορούν να προστατεύσουν αποτελεσματικά τα θύματα, πώς να μην τρέφεται η βία;
Η ενδοοικογενειακή βία στηρίζεται πάνω στη σιωπή – τη σιωπή των θυμάτων, αλλά και τη σιωπή της κοινωνίας. Κάθε γυναίκα που διστάζει να μιλήσει, κάθε γείτονας που αγνοεί τις κραυγές πίσω από τον τοίχο, κάθε φίλος ή συγγενής που αποφεύγει να εμπλακεί, συντηρούν έναν φαύλο κύκλο.
Οι γυναίκες που πέφτουν θύματα βίας συχνά δεν καταγγέλλουν το περιστατικό γιατί:
Φοβούνται αντίποινα από τον δράστη.Εξαρτώνται οικονομικά και ψυχολογικά από τον θύτη.Αντιμετωπίζουν κοινωνικό στίγμα ή ενοχοποίηση.
Στην Ελλάδα, δεν είναι ασυνήθιστο το θύμα να κατηγορείται. “Γιατί δεν έφυγε νωρίτερα;” “Γιατί δεν τον χώρισε;” Αυτά τα ερωτήματα αγνοούν την πραγματικότητα που βιώνει μια κακοποιημένη γυναίκα: τον φόβο, τη μοναξιά και την έλλειψη υποστήριξης.