Με το συγκεκριμένο βούλευμα οι δικαστές, μέλη του συμβουλίου Πλημμελειοδικών της Αθήνας, απέρριψαν την αίτηση που είχε καταθέσει ο σκηνοθέτης για ακύρωση της δίωξης που ασκήθηκε σε βάρος του για βιασμό κατά συρροή αλλά και για ακύρωση του εντάλματος που εκδόθηκε για την σύλληψή του.
Οι δικαστές, μέλη του συμβουλίου, με το βούλευμά τους, υιοθετούν πλήρως την εισαγγελική πρόταση επί της αίτησης Λιγνάδη και αποφαίνονται πως:
1ον) ο κατηγορούμενος δεν έχει δικαίωμα από το νόμο να ασκήσει προσφυγή κατά του εντάλματος σύλληψης του,
2ον) ότι ασκήθηκε σε βάρος του δίωξη από τη Δικαιοσύνη καθώς υπάρχουν στοιχεία για έκνομη δράση του από το 1985, όταν έγινε η πρώτη καταγγελία σε βάρος του για ασέλγεια σε ανήλικο. Η έκνομη δράση του κατηγορούμενου – αναφέρουν οι δικαστές – συνεχίστηκε έκτοτε σε βάθος 30ετίας μέχρι και το 2015
3ον) Τα άλλοθι που προσκόμισε ο σκηνοθέτης για να αποδείξει ότι δεν τέλεσε τους βιασμούς στους τόπους και τους χρόνους που κατηγορείται ότι τέλεσε δεν είναι ισχυρά, καθώς παρουσιάζουν χρονικά κενά.
Στο βούλευμα παρουσιάζεται το σύνολο της δικογραφίας σε βάρος του Λιγνάδη. Οι μηνυτές του σκηνοθέτη και οι μάρτυρες που κατέθεσαν εναντίον του, αναφέρονται με λεπτομέρειες σε γεγονότα και περιστατικά που δύσκολα μπορεί κάποιος να προσπεράσει.
Στις μαρτυρίες και τα στοιχεία αυτά εμπεριέχεται κατάθεση ενός εκ των μηνυτών ο οποίος αναφέρεται σε ανήλικα αγόρια που, όπως λέει, είχε προσλάβει ο Δημήτρης Λιγνάδης για να του καθαρίζουν το σπίτι, έναντι αμοιβής 5 έως 10 ευρώ. Όπως καταθέτει ο μηνυτής τα παιδιά ερωτοτροπούσαν μεταξύ τους στο σαλόνι του διαμερίσματος του σκηνοθέτη και εκείνος αυνανίζονταν.
Σε ότι αφορά στο αίτημα του κατηγορούμενου για ακύρωση της δίωξης εναντίον του για το κακούργημα του βιασμού κατά συρροή επειδή δεν κλήθηκε πρώτα για εξηγήσεις, οι δικαστές ερμηνεύοντας τα σχετικά άρθρα του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αναφέρουν πως: «…η κλήση του υπόπτου στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης προς παροχή εξηγήσεων για πράξη τιμωρούμενη σε βαθμό κακουργήματος μπορεί να παραλειφθεί αν από τα στοιχεία της προκαταρκτικής, προκύπτει σαφώς ότι ο ύποπτος έχει σχεδιάσει τη φυγή του ή την τέλεση νέων εγκλημάτων και έχουν προκύψει επαρκείς ενδείξεις για την άμεση άσκηση ποινικής δίωξης …».
Το δικαστικό συμβούλιο αναφέρει στο βούλευμα του πως στην περίπτωση του Λιγνάδη η εισαγγελία άσκησε δίωξη εναντίον του αξιοποιώντας τα στοιχεία της δικογραφίας (μηνύσεις και μαρτυρίες) από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος: «Τουλάχιστον από το έτος 1984, οπότε χρονολογείται σήμανσή του για αδίκημα σχετιζόμενο με τη γενετήσια ελευθερία σε βάρος ανηλίκου και έως έτος 2015, δηλαδή για διάστημα τουλάχιστον 30 ετών, προσέγγιζε ανηλίκους και εν γένει άτομα νεαρής ηλικίας, πέραν των κατανομαζόμενων στη δικογραφία και πλήθος άλλων, τους οποίους εντόπιζε με αφορμή τις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες στο χώρο των θεάτρων που λειτουργούσε ως ηθοποιός και σκηνοθέτης, είτε ως διδάσκων θεατρική αγωγή σε σχολεία και εργαστήρια, είτε από φιλικούς κύκλους, ακόμη δε και τυχαία σε διάφορες περιοχές των Αθηνών, που σύχναζαν ανήλικοι και νέοι και υποσχόμενος να τους καθοδηγήσει και να τους βοηθήσει να σταδιοδρομήσουν στον καλλιτεχνικό χώρο…..».
Οι δικαστές έκριναν πως από τα στοιχεία αυτά προέκυψαν ενδείξεις για άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος του σκηνοθέτη αλλά και για την τέλεση νέων αντίστοιχων εγκλημάτων «τα οποία κατά τη διάταξη του άρθρου 244 παρ. 2 ΚΠΔ, δεν είναι αναγκαίο να είναι ίσης βαρύτητας, αφού η μεθοδευμένη αυτή δράση του αιτούντος και η επανειλημμένη τέλεση υποδεικνύει σταθερή ροπή του προς τη διάπραξη αυτού του είδους των εγκλημάτων, ως στοιχείο της προσωπικότητας του, στοιχείο το οποίο δεν θα μπορούσε να μεταβληθεί ούτε κατά το χρόνο που διενεργείτο η προκαταρκτική εξέταση και θα καλούνταν για έγγραφες εξηγήσεις ο κατηγορούμενος….». Με το σκεπτικό αυτό οι δικαστές απέρριψαν ως αβάσιμη την αίτηση του Λιγνάδη ως προς το σκέλος της εκείνο με το οποίο ζητούσε την ακύρωση της δίωξης εναντίον του.
Σε ό,τι αφορά στο αίτημα του κατηγορούμενου για ακύρωση του εντάλματος της σύλληψής του οι δικαστές αναφέρουν πως ο νόμος δεν προβλέπει δικαίωμα προσφυγής για ακύρωση του εντάλματος σύλληψης. Ως εκ τούτου, η προσφυγή Λιγνάδη κατά το μέρος που αφορά την ακύρωση του εντάλματος κρίνεται απαράδεκτη, υπογραμμίζουν οι δικαστές.
Οι δικαστές αναφέρονται παραθέτουν στο βούλευμά τους και το σκεπτικό τους με το οποίο απέρριψαν τα άλλοθι που προσκόμισε ο Δ. Λιγνάδης για να στηρίξει τον ισχυρισμό του ότι ο ίδιος δεν βρίσκονταν στα σημεία που τελέστηκαν οι βιασμοί που του αποδίδουν οι μηνυτές του κατά τις ημερομηνίες που εκείνοι αναφέρουν. Οι δικαστές κάνουν λόγο χρονικά κενά στα έγγραφα αυτά, τα οποία σημειωτέον ο σκηνοθέτης προσκόμισε και στην ανακρίτρια κατά τη διάρκεια της απολογίας του.
Χαρακτηριστικά οι δικαστές αναφέρουν στο βούλευμά τους ως προς τα άλλοθι του Λιγνάδη: «Συγκεκριμένα κατά την ενώπιον του Δικαστικού Συμβουλίου διαδικασία προσκομίστηκαν έγγραφα μετά τα οποία ο αιτών θεωρεί ότι καταρρίπτεται η φυσική παρουσία του στους τόπους και κατά τους χρόνους των δυο πράξεων των βιασμών (……..) του πρώτου τον Αύγουστο του 2010 στην Αθήνα και του δεύτερου στην Επίδαυρο την 9η Αυγούστου 2014….Σχετικώς εγχείρισε κατά την αυτοπρόσωπή παράσταση του ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου καταρχήν αντίγραφα εισιτηρίων και φορολογικών παραστατικών με τα φαίνεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από 3/8/2010 έως 9/8/2010 βρισκόταν σε ταξίδι στην Αίγυπτο και κατά δεύτερον φωτογραφίες από τις οποίες προκύπτει ότι κατά τις ημερομηνίες 1η, 5η, 6η, 11η, 15η και 16η /8/2015 βρισκόταν διακοπές στην Ιθάκη με φιλικά του πρόσωπα. Πλην όμως από τα πρώτα εκ των εγγράφων αυτών καλύπτεται μόνο ένα μικρό χρονικό διάστημα των ημερών του Αυγούστου του 2010 ενώ η πράξη για την οποία ασκήθηκε η δίωξη δεν έχει προσδιοριστεί κατά ακριβή ημερομηνία, ενώ από τα δεύτερα υπάρχει κενό ακριβώς κατά την επίμαχη ημερομηνία της 9ης Αυγούστου 2015…..».
Στην εισαγγελική πρόταση, που εμπεριέχεται στο σώμα του βουλεύματος, παρατίθεται όμως και το σύνολο των στοιχείων που συγκέντρωσαν οι εισαγγελείς για τον κατηγορούμενο σκηνοθέτη. Πρόκειται κατά βάση για μαρτυρίες παθόντων οι οποίες προκαλούν «σοκ». Μια εξ αυτών, προέρχεται τον έναν εκ των δυο μηνυτών του Δ. Λιγναδη.