ΥΓΕΙΑ

Αποκλειστικό: Ολόκληρη η πρόταση Κουρουμπλή στην Ε.Ε. για τις προσλήψεις στο ΕΣΥ- Πόσες προβλέπονται

Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο της πρότασης έγκρισης εξαετούς προγράμματος που θα καταθέσει ο Υπουργός Υγείας, Παναγιώτης Κουρουμπλής στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δείτε πόσες προσλήψεις προβλέπονται στο ΕΣΥ:

Οδικός Χάρτης

«Αναβάθμιση των ανθρώπινων πόρων του Ελληνικού Συστήματος Υγείας»

Εισαγωγή

Το Υπουργείο Υγείας έχει αποφασίσει να προχωρήσει σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αναβάθμισης των ανθρώπινων πόρων του Ελληνικού Συστήματος Υγείας, επιδιώκοντας σε πρώτη φάση: 

  1. τη μείωση της ανεργίας των νέων επιστημόνων και επαγγελματιών υγείας, αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με τη διευκόλυνση της εισόδου τους στην αγορά εργασίας και την ενίσχυση των δεξιοτήτων τους.

Επισημαίνεται ότι η συγκεκριμένη ομάδα εμφανίζει αυξημένες δυνατότητες κάλυψης των ιδιαίτερα σημαντικών ελλείψεων σε ανθρώπινο δυναμικό του δημόσιου συστήματος υγείας[1], που εντοπίζονται την περίοδο αυτή στις ακόλουθες ειδικότητες Πανεπιστημιακής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης

  1. νοσηλευτικό προσωπικό
  2. ραδιοτεχνολόγοι/ακτινολόγοι
  3. παρασκευαστές/βοηθοί μικροβιολόγοι
  4. φυσικοθεραπευτές
  5. λογοθεραπευτές
  6. διαιτολόγοι
  7. εργοθεραπευτές
  8. επισκέπτες υγείας
  9. κοινωνικοί λειτουργοί
  10. μαίες
  11. στελέχη διοίκησης μονάδων υγείας
  12. λοιπό επιστημονικό προσωπικό
  13. τραυματιοφορείς
  14. καθαριστές/ριες
  1. προσωπικό φύλαξης

[1] Υπολογίζονται από την κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας σε 12.000 θέσεις.

 

Α. Οι Άξονες του Οδικού Χάρτη

Ο Οδικός Χάρτης αναβάθμισης των ανθρώπινων πόρων του Ελληνικού Συστήματος Υγείας διαρθρώνεται στους ακόλουθους Άξονες:

  1. καταγραφή και αξιολόγηση των δράσεων επαγγελματικής κατάρτισης ανέργων νέων επιστημόνων και επαγγελματιών υγείας της περιόδου 2010-2014 (ώστε να εντοπισθούν κενά, στρεβλώσεις και επιχειρησιακές αδυναμίες τόσο στο επίπεδο του σχεδιασμού, όσο και στο επίπεδο της υλοποίησης των προγραμμάτων)
  2. εκπόνηση πρότυπου Συστήματος Διάγνωσης των αναγκών ανθρώπινων πόρων του δημόσιου συστήματος υγείας (ώστε αφενός να προληφθούν κίνδυνοι παραπομπής των ανέργων επιστημόνων σε ειδικότητες χαμηλής ζήτησης, αφετέρου να ενδυναμωθούν οι τεχνικές άμεσης καταγραφής των κενών του συστήματος)
  3. υλοποίηση και παρακολούθηση της εφαρμογής του Συστήματος Διάγνωσης των αναγκών (ώστε να εξασφαλισθεί η συνεχής τροφοδότηση των φορέων του συστήματος υγείας)
  4. σχεδιασμός ολοκληρωμένων προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης ανέργων νέων επιστημόνων και επαγγελματιών υγείας με βάση τα αποτελέσματα εφαρμογής του Συστήματος Διάγνωσης των αναγκών
  5. υλοποίηση των προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης
  6. πιστοποίηση των προσόντων των καταρτιζομένων (ώστε να ενισχυθούν οι δυνατότητες ένταξής τους στην αγορά εργασίας).

 

Β. Η χρηματοδότηση των Αξόνων του Οδικού Χάρτη

Η χρηματοδότηση των Αξόνων του Οδικού Χάρτη θα εξασφαλισθεί μέσω της εκπόνησης Σχεδίου Δράσης, που θα καλύψει ενδεικτικά τα ακόλουθα πεδία:

  1. καταγραφή χρηματοδοτικών εργαλείων του ΕΣΠΑ 2014-2020 (Τομεακά και Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα, με έμφαση στο ΕΠ «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού – Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση»)
  2. καταγραφή χρηματοδοτικών εργαλείων από Γενικά και Ειδικά Προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
  3. καταγραφή χρηματοδοτικών εργαλείων άλλων Διεθνών Οργανισμών καταγραφή χρηματοδοτικών εργαλείων από Διεθνή Σύμφωνα / Πρωτόκολλα Συνεργασίας

Πρόταση έγκρισης εξαετούς προγράμματος κατάρτισης/απασχόλησης επαγγελματιών υγείας

 

  • Εισαγωγή/Υπόβαθρο

Η Ελλάδα λόγω της παρατεταμένης και βαθειάς οικονομικής κρίσης βιώνει πλέον  τις συνέπειες μιας φτώχειας και ταυτόχρονα μιας υγειονομικής κρίσης, με κοντά στους 2,200,000 ανασφάλιστους πολίτες και με ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού κάτω από το όριο της φτώχειας, με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, της Eurostat και του ΟΟΣΑ. Είναι ευρύτερα γνωστό από προηγούμενες οικονομικές κρίσεις ότι εξελίξεις στην οικονομία, στην κοινωνία και στο σύστημα υγείας επιβαρύνουν σημαντικά την υγεία των πολιτών και το σύστημα υγείας (βλ. Lancet 2009, 374: 315-23, BMJ 2003: 327: 964-970).  Τα παραπάνω επιβεβαιώθηκαν και στην περίπτωση της Ελλάδας.

Συγκεκριμένα, πρόσφατες μελέτες που δημοσιεύθηκαν σε έγκριτες και υψηλού κύρους διεθνείς επιστημονικές επιθεωρήσεις έχουν δείξει ότι η υγεία των πολιτών και η κατάσταση του συστήματος υγείας έχει επιβαρυνθεί στην Ελλάδα ως συνέπεια της απρόβλεπτης αυτής οικονομικής κρίσης (βλ. Lancet 2013, 381: 1323-31, Lancet 2013, 383: 748-53). Συνοπτικά, στην διάρκεια των τελευταίων ετών αυξήθηκαν θεαματικά τα ψυχικά νοσήματα , ο αριθμός των Ελλήνων που δηλώνουν ότι η κατάσταση της υγείας τους είναι κακή ή πολύ κακή, ο αριθμός των κρουσμάτων HIV, των αυτοκτονιών, των ατυχημάτων και των περιπτώσεων βίας,  καθώς επίσης και των εισαγωγών στα νοσοκομεία. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι έχει αυξηθεί ραγδαία και ο αριθμός και το ποσοστό των ατόμων που δεν καλύπτεται η υγειονομική τους ανάγκη (unmet need). Tα νούμερα είναι αποκαρδιωτικά και δεν αρμόζουν σε μια ανεπτυγμένη αι σύγχρονη κοινωνία. Σύμφωνα με την Eurostat το ποσοστό των Ελλήνων που δηλώνουν unmet medical need είναι υπερτριπλάσιο από το μέσο όρο των χωρών μελών της ΕΕ. Τα άνω  δημιουργούν, διευρύνουν και οξύνουν τεράστιες κοινωνικές ανισότητες και προκλήσεις. Αξίζει να τονιστεί ότι στην έρευνα του Εurobarometer, αποδεικνύεται ότι  Έλληνες  είναι οι πιο απαισιόδοξοι Ευρωπαίοι αναφορικά με την ποιότητα της υγείας τους και τις προοπτικές της.

Παράλληλα, εξαιτίας της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, έχει προκληθεί μια θεαματική και βίαιη μεταστροφή της ζήτησης από τον ιδιωτικό τομέα στο δημόσιο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης. Ενδεικτικά μόνο το 2011 οι εισαγωγές στα δημόσια νοσοκομεία αυξήθηκαν κατά 24%, σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ανέχεια, που καθιστά απαγορευτικό το κόστος της ιδιωτικής περίθαλψης για ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού και στην ταυτόχρονη επιβάρυνση των υγειονομικών δεικτών του πληθυσμού, ως απόρροια  της οικονομικής κρίσης. Συνολικά την τελευταία πενταετία η χρήση υπηρεσιών υγείας ιδιωτικού χαρακτήρα μειώθηκε κατά ποσοστό μεγαλύτερο από 25% και μεταφέρθηκε η ζήτηση στο δημόσιο σύστημα ή παρέμεινε ακάλυπτη, όπως δείχνουν σχετικές μελέτες, εξαιτίας αναμονής που δημιουργεί η υπερβάλλουσα ζήτηση σε σχέση με την προσφορά .

Επιπρόσθετως, το σύστημα υγείας της Ελλάδος πριν την οικονομική κρίση υπο-χρηματοδοτούταν από δημόσιους πόρους, εφόσον η δημόσια δαπάνη υγείας ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν περίπου 6% σε σύγκριση με τον μέσο όρο των χωρών μελών τη ΕΕ που ήταν 7.5%.  Τα μέτρα λιτότητας και οι δρακόντειες περικοπές στον τομέα της υγείας, σε συνδυασμό και με την πολιτική σύνδεσης των υγειονομικών δαπανών με το ΑΕΠ μου μειώθηκε ραγδαία, οδήγησαν τις δαπάνες για την υγεία σε σοβαρή μείωση των δαπανών υγείας, και κατ’ επέκταση στην υποχρηματοδότηση και στην εκρηκτική υποστελέχωση του συστήματος, ιδιαίτερα στον τομέα τον ιατρονοσηλευτικό, των επαγγελματιών υγείας, καθώς και το επιστημονικό και βοηθητικό προσωπικό. Είναι χαρακτηριστικό για παράδειγμα, ότι σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ και την Eurostat (Health at a Glance: Europe 2014) η Ελλάδα διαθέτει το χαμηλότερο αριθμό νοσηλευτών (3.6/1000 κατοίκους σε σύγκριση με 8/1000 μέσο όρο ΕΕ) και την χειρότερη σχέση νοσηλευτών/ιατρών (0.6 Ελλάδα και 2.3 ΜΟ ΕΕ), παρότι οι κλίνες και οι εξελθόντες ασθενείς/1000 κατοίκους είναι υψηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ (195 ασθενείς/1000 κατοίκους – ΜΟ ΕΕ 173) (Health at a Glance: Europe 2014). Συνολικά η Ελλάδα διαθέτει από τους χαμηλότερους δείκτες (5η από το τέλος) στελέχωσης του υγειονομικού συστήματος στις χώρες της ΕΕ.    Τα άνω θα πρέπει να αξιολογηθούν υπό το πρίσμα των αυξημένων αναγκών για υπηρεσίες που δημιουργεί το ανάγλυφο της χώρας με πάρα πολλά μικρά νησιά και ορεινούς όγκους που είναι  απομονωμένοι και κατακερματίζουν τη συνοχή του συστήματος και δημιουργούν αυξημένες απαιτήσεις και ανάγκες  στελεχιακού δυναμικού.  Επίσης, στα άνω πρέπει να συνυπολογιστεί ότι τους καλοκαιρινούς μήνες η χώρα φιλοξενεί άνω των 25 εκ επισκεπτών, μέρος των οποίων κάνει χρήση υπηρεσιών υγείας εξαιτίας των ατυχημάτων και των απρόβλεπτων καταστάσεων.  

Η ραγδαία αύξηση της ζήτησης στις δημόσιες υπηρεσίες υγείας σε συνδυασμό με την μείωση του στελεχιακού τους δυναμικού, είχαν αναπόφευκτα άμεσο αντίκτυπο στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας και στο επίπεδο της υγειονομικής περίθαλψης. Ενδεχομένως δε, θα έχουν μακροπρόθεσμες συνέπειες για τη δημόσια υγεία -ιδίως για τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες- όπως έχει επισημανθεί και στα Συμπεράσματα του Συμβουλίου Υπουργών Υγείας του 2014 για την οικονομική κρίση και την υγειονομική περίθαλψη. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, η δημόσια δαπάνη για την υγεία συρρικνώθηκε κατά 41% την τελευταία πενταετία και ξεπέρασε σε αυτήν την αρνητική παράμετρο κάθε άλλη χώρα μέλος της ΕΕ (Health at a Glance: Europe 2014).

Στα άνω πρέπει να προστεθεί το γεγονός  ότι η κατάσταση επιβαρύνεται από την μείωση και εξάλειψη πολλών κοινωνικών και προνοιακών προγραμμάτων, προγραμμάτων της τοπικής αυτοδιοίκησης και ΜΚΟ, εξαιτίας των περικοπών και της κρίσης και τα οποία κάλυπταν σημαντικές ανάγκες. Το πρόβλημα επιτείνεται από την αύξηση των ροών οικονομικών μεταναστών και προσφύγων, οι οποίοι προέρχονται από χώρες με υγειονομικά συστήματα χαμηλότατου επιπέδου και συχνά έχουν επιβαρυμένο προφίλ υγείας. Οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στη δημόσια υγεία είναι αιτία ανησυχίας, ενώ η αντιμετώπιση του προβλήματος σε όλες του τις εκφάνσεις είναι δύσκολη και κοστοβόρα. Στοιχεία επιδημιολογικής επιτήρησης δείχνουν υψηλότερη εμφάνιση φυματίωσης, λοίμωξης HIV, ηπατίτιδας Β και άλλων αποτρέψιμων λοιμωδών νοσημάτων στον μεταναστευτικό πληθυσμό της Ε.Ε. Επιπροσθέτως, υπάρχει κίνδυνος επανεισαγωγής στην ΕΕ παλαιών ασθενειών, όπως για παράδειγμα της πολιομυελίτιδας, μιας ασθένειας που είχε εξαλειφθεί.

  • Υποστελέχωση – προκλήσεις και ανάγκες σε προσωπικό υγείας

Τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν δημιουργηθεί ασφυκτικές συνθήκες ως προς τη στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών υγείας της χώρας. Ο πρώτος λόγος είναι το πάγωμα των προσλήψεων, που ωστόσο ήταν άκρως απαραίτητες για τη λειτουργία και την καλύτερη οργάνωση του συστήματος. Αυτό συνέπεσε με μεγάλο αριθμό συνταξιοδοτικών ωριμάνσεων, δεδομένου ότι ιατροί και λοιπό προσωπικό υγείας που είχαν ενταχθεί μαζικά στο δημόσιο σύστημα υγείας κατά τη σύστασή του στη δεκαετία του ’80, συμπλήρωσαν τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα και αποχώρησαν από την υπηρεσία. Επιπρόσθετως, υπάρχει σημαντικός αριθμός επαγγελματιών υγείας, οι οποίοι αν και μπορούσαν να παραμείνουν στο δημόσιο σύστημα υγείας, απεχώρησαν από την υπηρεσία φοβούμενοι την αύξηση του ορίου ηλικίας. Επίσης, αρκετοί ιατροί, λόγω της μεγάλης μείωσης των μισθολογικών τους αμοιβών, επέλεξαν να εγκαταλείψουν την δημόσια υπηρεσία και να αναζητήσουν εργασία σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάνοντας χρήση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας.

Όλα τα παραπάνω συνέβαλαν στη μείωση του διαθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού υγείας και στην υποστελέχωση του δημόσιου συστήματος υγείας, με αποτέλεσμα ο αριθμός των κενών θέσεων, λόγω και των ως άνω αποχωρήσεων, να ξεπερνά σήμερα τις 22.000. Κατά συνέπεια πολλές κλινικές υπολειτουργούν ενώ ορισμένες αναγκάζονται να σταματήσουν τη λειτουργία τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση των Ογκολογικών Κλινικών, οι οποίες αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες θεραπείας των καρκινοπαθών, με λίστες αναμονής που συνθέτουν μια απελπιστική και προσβλητική κατάσταση. Είναι επίσης άξιο αναφοράς ότι πολλές δεκάδες εξοπλισμένες κλίνες ΜΕΘ και ΤΕΠ δεν λειτουργούν ή υπο-λειτουργούν εξαιτίας της έλλειψης προσωπικού, με ότι αυτό δύναται να συνεπάγεται. Η Ελλάδα λόγω των πολλών τροχαίων και εργατικών ατυχημάτων αλλά και εξαιτίας των εξελίξεων στην ιατρική επιστήμη έχει ανάγκη από εξειδικευμένες κλίνες στις ποίες υστερεί σημαντικά (Health at a Glance: Europe 2014) και σύγχρονες μονάδες φυσικής αποκατάστασης. Είναι χαρακτηριστικό ότι 30 τέτοιες μονάδες έχουν κατασκευαστεί με συγχρηματοδότηση από Ευρωπαϊκά Προγράμματα και απαιτείται η στελέχωσή τους για την αποτελεσματική λειτουργία τους.

Η πρόληψη των βασικών παραγόντων κινδύνου για την υγεία (κάπνισμα, ανθυγιεινή διατροφή, έλλειψη φυσικής δραστηριότητας, κατανάλωση οινοπνευματωδών), όπως και η αντιμετώπιση του επικίνδυνου και με κοστοβόρες επιπτώσεις φαινομένου της παχυσαρκίας -η οποία παρουσιάζει ανησυχητικά αυξητικές τάσεις- των ναρκωτικών και του αλκοολισμού, καθώς και η γενικότερη μάχη κατά των χρόνιων νοσημάτων απαιτεί δημόσιες υπηρεσίες στελεχωμένες με εξειδικευμένο προσωπικό. Τέλος, όσον αφορά στον τομέα της ψυχικής υγείας, είναι γεγονός πως ο αριθμός των ασθενών πασχόντων από κατάθλιψη και άλλα ψυχικά νοσήματα έχει υπερδιπλασιαστεί την τελευταία πενταετία. Ενδεικτικό αυτού είναι η αύξηση κατά 25% των αυτοκτονιών στην Ελλάδα.

Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι οι περικοπές επέφεραν μείωση του προσωπικού καθαρισμού και άλλου βοηθητικού προσωπικού στα νοσοκομεία και σε άλλες δομές υγείας, με συνέπεια την υποβάθμιση της ποιότητας και των συνθηκών νοσηλείας των ασθενών. Πέραν της δυσαρέσκειας των πολιτών οι παραπάνω καταστάσεις έχουν και υγειονομικές και οικονομικές συνέπειες. Δεδομένου του καίριου ρόλου που διαδραματίζει το προσωπικό καθαρισμού στη διασφάλιση υψηλών επιπέδων υγιεινής και στη μείωση των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων που βρίσκονται σε έξαρση, όπως επισημαίνεται και στο Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 19ης Μαΐου 2015, σχετικά με την ασφαλέστερη υγειονομική περίθαλψη στην Ευρώπη: βελτίωση της ασφάλειας των ασθενών και καταπολέμηση της μικροβιακής αντοχής, απαιτείται άμεση κινητοποίηση για την επαρκή στελέχωση των δομών υγειονομικής περίθαλψης (130 νοσοκομεία και 300 αστικά και αγροτικά κέντρα υγείας) σε προσωπικό καθαριότητας και βοηθητικό προσωπικό. Το προσωπικό αυτό προτείνεται να απορροφηθεί από ανέργους άνω των 50 ετών, οι οποίοι αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες στην επανένταξή τους στην αγορά εργασίας.

Η ως άνω κατάσταση απαιτεί λήψη άμεσων μέτρων, προκειμένου να ανασχεθεί η κατάρρευση, να αναταχθεί το σύστημα και να αρχίσει μια νέα προσπάθεια οργάνωσής του βασισμένη στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας με στρατηγική την πρόληψη, στην επείγουσα εξωνοσοκομειακή ιατρική και στην αναδιοργάνωση των υπηρεσιών της δευτεροβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης και την κάλυψη σημαντικών κενών στην επείγουσα, αυξημένη και εξειδικευμένη φροντίδα. Η καλύτερη στελέχωση του δημόσιου συστήματος υγείας, πέρα από την αναβάθμιση και των υπηρεσιών του, θα οδηγήσει και σε σημαντικές εξοικονομήσεις από την καλύτερη λειτουργία της πρωτοβάθμιας φροντίδας και την μείωση της οικονομικής αιμορραγίας των ασφαλιστικών ταμείων με την διοχέτευση σημαντικών πόρων που διατίθενται σε νοσηλείες στον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος καλύπτει στην παρούσα πολλά κενά του δημοσίου, ο οποίος ωστόσο έχει υψηλό κόστος και δημιουργεί προκλητή ζήτηση.       

  • Πρόταση προγράμματος

Το Υπουργείο Υγείας της Ελλάδας, έχοντας πλήρη εικόνα της σημερινής ζοφερής πραγματικότητας, λαμβάνοντας υπόψη τους κινδύνους που εγκυμονούν από την έξαρση επιδημιών στην περίπτωση που δεν αντιμετωπιστούν εν τη γενέσει και αντιλαμβανόμενο τις ευθύνες που έχουμε όλοι, καταθέτει την παρακάτω πρόταση με την πεποίθηση ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα κατανοήσει τις επείγουσες ανάγκες και θα προχωρήσει στην έγκριση του προγράμματος.

Η πρότασή μας αφορά αφενός την αναγκαία, απαραίτητη και επείγουσα στελέχωση των υπηρεσιών υγείας και αφετέρου την απασχόληση νέων επιστημόνων και επαγγελματιών υγείας, αποφοίτων κυρίως των Ανωτάτων Τεχνολογικών Ιδρυμάτων της χώρας (νοσηλευτές, επισκέπτες υγείας, κοινωνικοί λειτουργοί, ραδιοτεχνολόγοι/ακτινολόγοι, λογοθεραπευτές, εργοθεραπευτές, διαιτολόγοι, φυσικοθεραπευτές, στελέχη μονάδων υγείας, φαρμακοποιοί, βιοχημικοί κ.λπ., οι οποίοι ζουν το εκρηκτικό πρόβλημα της ανεργίας).   

Το πρόγραμμα προτείνεται να έχει συνολική διάρκεια έξι έτη και να υλοποιείται μέσω δωδεκάμηνων συμβάσεων κατάρτισης/απασχόλησης, απόκτησης εμπειριών ανέργων επιστημόνων. Οι ως άνω θα προσλαμβάνονται με βάση τον βαθμό πτυχίου για να αποφεύγονται άδικες μεταχειρίσεις ενώ όσοι επιλέγονται δεν θα έχουν δικαίωμα να λάβουν μέρος στον αμέσως επόμενο κύκλο. Σκοπός είναι να παρασχεθεί η δυνατότητα απασχόλησης, κατάρτισης και επανακατάρτισης νέων επιστημόνων που για πολλά χρόνια δεν εργάζονται στο γνωστικό τους αντικείμενο λόγω της κρίσης και δεύτερον να στηρίξει στην πιο κρίσιμη φάση του το σύστημα Υγείας.

Το πρόγραμμα αναμένεται να δώσει ισχυρή στήριξη στο δημόσιο σύστημα υγείας σε περίοδο που χιλιάδες ασθενείς που επέλεγαν τον ιδιωτικό τομέα υγείας επανέρχονται μαζικά στον δημόσιο και παράλληλα να συμβάλει στη μείωση του εκρηκτικού προβλήματος της ανεργίας των νέων επιστημόνων. 

Με βάση την τεκμηριωμένη έρευνα των Υπηρεσιών μας και τα στοιχεία που διαθέτουμε υπάρχει ανάγκη για 12,000 προσωπικό προκειμένου να επαναφέρουμε το σύστημα σε αξιόπιστη λειτουργία, να αντιμετωπίσουμε και να αναχαιτίσουμε τα φαινόμενα της ανθρωπιστικής κρίσης, τα οποία εντείνονται καθημερινά. 

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναγκών ανά κατηγορία, το σύστημα έχει ανάγκη από την πρόσληψη 3,500 νοσηλευτών/τριών, 500 ραδιοτεχνολόγων/ακτινολόγων, 300 παρασκευαστών/βοηθών μικροβιολόγων, 200 φυσικοθεραπευτών, 150 λογοθεραπευτών, 250 διαιτολόγων, 150 εργοθεραπευτών, 100 επισκεπτών υγείας, 150 κοινωνικών λειτουργών, 200 μαιών, 50 στελεχών διοίκησης μονάδων υγείας, 750 λοιπό επιστημονικό προσωπικό. Επίσης, 700 τραυματιοφορέων, 3,000 εργαζομένων στον τομέα της καθαριότητας και 2,000 προσωπικό φύλαξης. 

Το ως άνω πρόγραμμα θα έχει ετήσιο κόστος 108 εκατ. ευρώ. Οι καταρτιζόμενοι/απασχολούμενοι θα αμείβονται με τον κατώτατο βασικό μισθό των 586 ευρώ και θα έχουν ασφαλιστική κάλυψη.