Η Άννα, μητέρα τριών παιδιών που ζει στην Αθήνα, θα περάσει τις επόμενες ημέρες την πόρτα του φαρμακείου, για να εκτελέσει μια από τις πρώτες -πιθανότατα την πρώτη συνταγή στη χώρα μας, για την χορήγηση κάνναβης για ιατρική – φαρμακευτική χρήση.
Η Άννα Παγκά είναι 60 ετών και έλαβε στις 15 Φεβρουαρίου -με μεγάλη ανακούφιση, όπως είπε σε συνέντευξη της, το μήνυμα από το σύστημα ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, το οποίο αφορούσε το σκεύασμα φαρμακευτικής κάνναβης που της έγραψε η γιατρός της, με στόχο να συνεχίσει την θεραπεία, για την αντιμετώπιση του χρόνιου πόνου, που οφείλεται σε ψωριασική αρθρίτιδα.
«Τι να πω για αυτή την ημέρα; Ένα μεγάλο ευχαριστώ, ανακούφιση, δικαίωση, ελευθερία να ζω. Ναι, ήμουν από τους πρώτους, μπορεί και η πρώτη, όταν μου ήρθε η συνταγή με άυλη συνταγογράφιση και δεν την περίμενα, δεν το πίστευα. Έβαλα τα κλάματα, κρατούσα το κινητό μου χωρίς να μπορώ να δω τίποτα από την συγκίνηση. Τέλος τα ρίσκα και τα χτυποκάρδια, αισθάνομαι δικαιωμένη, έχω γράψει ένα βιβλίο γι αυτό, την ΝΑΑΝ είναι ο καθρέφτης του ΑΝΝΑ και μιλάω ανοιχτά για την ιστορία μου. Όταν έχεις περάσει από τέτοια περιπέτεια δεν έχεις δικαίωμα να το κρατήσεις κρυφό. Έπρεπε να το πω μήπως και βοηθήσω κι άλλους. Αυτό ήταν το στοίχημά μου, αν κι ένας άνθρωπος σταματήσει να πονάει και μπορεί και κοιμάται, έχω κερδίσει», είπε.
Οι φρικτοί πόνοι και ο άλλος δρόμος
Η ιστορία της Άννας, που στο επάγγελμα είναι ποδολόγος, είναι σχεδόν μυθιστορηματική. Στο τέλος του 2017 διαγιγνώσκεται με ψωριασική αρθρίτιδα και η ασθένεια φέρνει τα πάνω κάτω στη ζωή της.
«”Έλα, μωρέ, αντέχεις εσύ”, ακούς κάθε μέρα. Κι αντέχεις. Αυτό το βουνό από ατσάλι, αυτή η μηχανή που την είχες πάντα για δεδομένη, που κάθε πρωί με το γύρισμα της μίζας έπαιρνε μπρος, κλατάρει.. Κάπως έτσι άντεχα κι εγώ… μέχρι που ένα πρωί κατέρρευσα.
Είχα αφόρητους πόνους στα κόκαλα σε σημείο να μην μπορώ να κοιμηθώ. Νόμιζα ότι θα περνούσε, ότι θα μου έδινε μια θεραπεία ο γιατρός μου και θα γινόμουν πάλι όπως πριν. Είχα την οικογένεια μου, τα τρία μου παιδιά να φροντίσω, την δουλειά μου, τις δραστηριότητες μου, μια κανονική όμορφη ζωή. Έπρεπε να αντέξω», πρόσθεσε.
«Όταν ο γιατρός μου, μου άλλαζε το θεραπευτικό σχήμα, η ερώτηση μου ήταν “πότε θα σταματήσω να πονάω;”, ήμουν οριακά στο να βάλω τέρμα στη ζωή μου γιατί δεν άντεχα άλλο, είχα εξαντληθεί. ‘Αρχισα να ψάχνω, να διαβάζω προσπαθώντας να βρω πως θα μπορούσα να με βοηθήσω αλλιώς. Τυχαία στο διαδίκτυο βρήκα τον “άγγελο” μου – γιατί όλοι μας έχουμε αγγέλους πρόθυμους να μας βοηθήσουν, αρκεί να το ζητήσουμε. Γνώρισα την Κα Πόιτρας και το ΜΑΜΑΚΑ (μαμάδες για την κάνναβη) , το ίδρυσαν μαμάδες με παιδιά με αυτισμό, εγκεφαλική παράλυση, σπαστικότητα, επιληψία, που κι εκεί τα συμβατικά φάρμακα είχαν αποτύχει.Την εμπιστεύτηκα και ξεκίνησα λοιπόν με τα λάδια 13-10-18 τα οποία έπρεπε να τα προμηθευτώ από το εξωτερικό, με ότι αυτό συνεπάγεται», συνέχισε.
Διαθέσιμη πλέον η φαρμακευτική κάνναβη στην Ελλάδα αλλά δεν είναι πανάκεια
Όμως πλέον η Άννα δεν χρειάζεται να ρισκάρει με μια μη νόμιμη διαδικασία την προμήθεια του φαρμάκου της από το εξωτερικό, καθώς η διάθεση των τελικών φαρμακευτικών προϊόντων κάνναβης για ιατρικούς λόγους είναι πραγματικότητα και στη χώρα μας. Οι γιατροί που τα συνταγογραφούν χαιρετίζουν το γεγονός, αλλά σπεύδουν να διευκρινίσουν εμφατικά, ότι παρότι πολλοί μπορούν να ωφεληθούν με την σωστή καθοδήγηση από τον γιατρό τους από αυτή την εξέλιξη, η κάνναβη ως φαρμακευτικό προϊόν δεν είναι πανάκεια και απαιτεί υπομονή από ασθενή και γιατρό, όσον αφορά την εύρεση της, σωστή δόση και τα αποτελέσματα της θεραπείας.
«Δεν νομίζω ότι υπάρχει περιορισμός. Όλοι δυνητικά μπορούν να ωφεληθούν και όλοι μπορεί να δουν τις προσδοκίες τους να μην επαληθεύονται», λέει χαρακτηριστικά η κα Χρυσούλα Καραναστάση, αναισθησιολόγος και πρόεδρος της Ελληνικής Ιατρικής Εταιρείας για τα Κανναβινοειδή και εξηγεί ότι: «τα κανναβινοειδή είναι μία νέα ομάδα φαρμακολογικά δραστικών ουσιών, που συμπεριφέρονται με διαφορετικό τρόπο από τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα φάρμακα. Δεν θα έλεγα ότι καλύπτουν κάποιο συγκεκριμένο κενό, μάλλον έρχονται να συμπληρώσουν τις θεραπευτικές μας επιλογές».
Η Άννα Παγκά πήρε μεγάλο ρίσκο, καθώς συνέχιζε τα τελευταία δυο χρόνια την θεραπεία της με τα σκευάσματα που προμηθευόταν από την Ολλανδία, χωρίς η ίδια να γνωρίζει αν οι δοσολογίες της φαρμακευτικής κάνναβης που χρησιμοποιούσε ήταν απολύτως σωστές. Είχε βασιστεί σε διεθνείς συστάσεις, που ήταν αποτέλεσμα πρόσφατων μελετών.
«Τότε δεν είχα την πολυτέλεια και την ασφάλεια να έχω ένα εξειδικευμένο γιατρό όπως σήμερα, είχα πάρει την υγεία μου στα χέρια μου. Όχι από θάρρος ή μαγκιά αλλά από απελπισία…πέθαινα στην κυριολεξία. Ανήκα στη μικρή μερίδα των ασθενών που έκαναν εξαιρετικά σοβαρές παρενέργειες με τη χρήση των βιολογικών παραγόντων. Τι θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος απελπισμένος που βλέπει να χάνεται η ζωή του; Τί άλλο θα μπορούσε να φοβηθεί;», συμπλήρωσε η γυναίκα.
«Όλα αυτά ήδη ανήκουν στο παρελθόν για την Άννα. Σήμερα στη χώρα μας, ο ασθενής αφού αξιολογηθεί από τον ειδικό, θα λάβει τη σχετική συνταγή -ή εφόσον ο θεράπων δεν έχει δικαίωμα συνταγογράφησης θα τον παραπέμψει στον αντίστοιχο ειδικό. Η συνταγή εκτελείται σε οποιαδήποτε ιδιωτικό φαρμακείο, όσον αφορά δε τους ανθούς -που μέχρι σήμερα είναι η μόνη διαθέσιμη φαρμακοτεχνική μορφή στη χώρα μας- συνοδεύεται από την αγορά της ειδικής εγκεκριμένης ιατροτεχνολογικής συσκευής», επισημαίνει η κα Καραναστάση.
Το σύνολο του κόστους της θεραπείας επιβαρύνει τον ασθενή, καθότι τα τελικά φαρμακευτικά προϊόντα κάνναβης ανήκουν στα μη αποζημιούμενα φάρμακα.
«Η δοσολόγηση γίνεται σταδιακά – διαδικασία που ακολουθούμε σε αρκετές θεραπείες και καλείται “τιτλοποίηση”. Δεν έχει όμως θέση εδώ η κλασική προσέγγιση της δοσολόγησης σε γραμμάρια, χιλιοστόγραμμα, μονάδες ή κάτι αντίστοιχο. Κάθε ασθενής έχει τη δική του θεραπευτική δόση και η εύρεση της θα γίνει σε συνεργασία με το θεράποντα, γι αυτό η συνεργασία αυτή είναι κομβικής σημασίας . Ούτε υπάρχει μέγιστη επιτρεπόμενη ημερήσια δόση, παρότι στη χώρα μας υπάρχει σχετικός περιορισμός», καταλήγει η κα Καραναστάση.