Η ανάλυση δειγμάτων αίματος, σε συνδυασμό με ένα πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης, αποτελεί ένα νέο τεστ που μπορεί να επιταχύνει την διάγνωση καρκινικών όγκων στον εγκέφαλο, όπως ανακοίνωσαν Βρετανοί επιστήμονες.
Οι εγκεφαλικοί όγκοι συχνά έχουν ασαφή συμπτώματα, όπως πονοκεφάλους και προβλήματα μνήμης, με συνέπεια να μην διαγιγνώσκονται πάντα έγκαιρα. Η μόνη αξιόπιστη μέθοδος διάγνωσής τους είναι σήμερα η σάρωση του εγκεφάλου με μηχάνημα απεικόνισης.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Πολ Μπρέναν του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, που έκαναν τη σχετική ανακοίνωση σε συνέδριο του βρετανικού Εθνικού Ινστιτούτου Ερευνών για τον Καρκίνο στη Γλασκώβη, ανακοίνωσαν ότι το νέο τεστ τους, το οποίο ανιχνεύει χημικές ουσίες που αποβάλλουν οι εγκεφαλικοί όγκοι στην κυκλοφορία του αίματος, θα βοηθήσει στην ταχύτερη διάγνωση και θα βελτιώσει την επιβίωση των ασθενών.
Οι όγκοι στον εγκέφαλο μειώνουν το προσδόκιμο ζωής κατά 20 χρόνια κατά μέσο όρο, περισσότερο από κάθε άλλο είδος καρκίνου. Πολλοί ασθενείς διαγιγνώσκονται στα επείγοντα του νοσοκομείου, παρόλο που έως τότε έχουν επισκεφθεί αρκετές φορές κάποιο γιατρό για διάφορα συμπτώματα.
«Είναι δύσκολο να διαγνωσθεί ένας όγκος στον εγκέφαλο. Ενας πονοκέφαλος μπορεί να είναι σημάδι τέτοιου όγκου, αλλά το πιθανότερο είναι ότι πρόκειται για κάτι άλλο, συνεπώς δεν είναι πρακτικό να στέλνει κανείς πολλούς ανθρώπους για τομογραφία του εγκεφάλου τους, μήπως και πρόκειται για όγκο. Η μεγάλη δυσκολία είναι να εντοπίσει κανείς ποιοι άνθρωποι πρέπει επειγόντως να πάνε να κάνουν τέτοια απεικόνιση», δήλωσε ο δρ Μπρέναν.
Το νέο τεστ, που βασίζεται στην τεχνική της υπέρυθρης φασματοσκοπίας και σε ένα πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης, εντοπίζει στο αίμα τη χημική «υπογραφή» του εγκεφαλικού όγκου. Οι έως τώρα δοκιμές του σε δείγματα αίματος από 400 ανθρώπους με πιθανό όγκο στον εγκέφαλο (οι 40 αποδείχθηκε αργότερα ότι πράγματι είχαν) δείχνουν ότι «έπιασε» σωστά το 82% των εγκεφαλικών όγκων, καθώς και το 84% όσων δεν είχαν όγκο (χαμηλός βαθμός ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων). Στην περίπτωση του συνηθέστερου όγκου στον εγκέφαλο, του γλοιώματος, το τεστ είχε ακρίβεια 92% στην ανίχνευση των ασθενών.
Σε επόμενο στάδιο το τεστ θα δοκιμαστεί σε μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων, ενώ οι επιστήμονες δεν αποκλείουν την προσαρμογή του, ώστε να χρησιμοποιηθεί για τη διάγνωση και άλλων καρκίνων (ωοθηκών, παγκρέατος, εντέρου και προστάτη).